κάπνιος: Difference between revisions
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
(6_1) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kapnios | |Transliteration C=kapnios | ||
|Beta Code=ka/pnios | |Beta Code=ka/pnios | ||
|Definition=(sc. | |Definition=(''[[sc.]]'' [[ἄμπελος]]), ἡ,<br><span class="bld">A</span> v. [[κάπνειος]].<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">κάπνιος, ἡ,</b> = [[καπνός]] 11, Gal.12.8. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κάπνιος''': (δηλ. [[ἄμπελος]]), ἡ, [[εἶδος]] ἀμπέλου φερούσης σταφυλὰς ἐχούσας τὸ [[χρῶμα]] τοῦ καπνοῦ, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 3, 2, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 151· φέρεται [[κάπνεος]] παρ’ Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 4, 12· κάπνεως ἐν Κώδ. Urb. τοῦ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ.. 5. 3, 1 καὶ παρ’ Ἡσύχ.· [[καπνία]] παρὰ Σουΐδ.· - πρβλ. [[καπνίας]] ΙΙ. 1. ΙΙ. [[κάπνιος]], ([[καπνός]] Kühn), ἡ, [[εἶδος]] βοτανίου θαμνοειδοῦς, «τούτου ὁ χυλὸς δριμὺς,... δακρύων ἀγωγὸς, ὃθεν καὶ [[τοὔνομα]] εἵλκυσε» Διοσκ. 4. 110, Λατ. fumaria. | |lstext='''κάπνιος''': (δηλ. [[ἄμπελος]]), ἡ, [[εἶδος]] ἀμπέλου φερούσης σταφυλὰς ἐχούσας τὸ [[χρῶμα]] τοῦ καπνοῦ, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 3, 2, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 151· φέρεται [[κάπνεος]] παρ’ Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 4, 12· κάπνεως ἐν Κώδ. Urb. τοῦ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ.. 5. 3, 1 καὶ παρ’ Ἡσύχ.· [[καπνία]] παρὰ Σουΐδ.· - πρβλ. [[καπνίας]] ΙΙ. 1. ΙΙ. [[κάπνιος]], ([[καπνός]] Kühn), ἡ, [[εἶδος]] βοτανίου θαμνοειδοῦς, «τούτου ὁ χυλὸς δριμὺς,... δακρύων ἀγωγὸς, ὃθεν καὶ [[τοὔνομα]] εἵλκυσε» Διοσκ. 4. 110, Λατ. fumaria. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κάπνιος]], ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[κάπνειος]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:16, 25 August 2023
English (LSJ)
(sc. ἄμπελος), ἡ,
A v. κάπνειος.
II κάπνιος, ἡ, = καπνός 11, Gal.12.8.
German (Pape)
[Seite 1323] ἡ, Name einer Pflanze, fumaria, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
κάπνιος: (δηλ. ἄμπελος), ἡ, εἶδος ἀμπέλου φερούσης σταφυλὰς ἐχούσας τὸ χρῶμα τοῦ καπνοῦ, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 3, 2, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 151· φέρεται κάπνεος παρ’ Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 4, 12· κάπνεως ἐν Κώδ. Urb. τοῦ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ.. 5. 3, 1 καὶ παρ’ Ἡσύχ.· καπνία παρὰ Σουΐδ.· - πρβλ. καπνίας ΙΙ. 1. ΙΙ. κάπνιος, (καπνός Kühn), ἡ, εἶδος βοτανίου θαμνοειδοῦς, «τούτου ὁ χυλὸς δριμὺς,... δακρύων ἀγωγὸς, ὃθεν καὶ τοὔνομα εἵλκυσε» Διοσκ. 4. 110, Λατ. fumaria.