ὀκτάρριζος: Difference between revisions

From LSJ

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oktarrizos
|Transliteration C=oktarrizos
|Beta Code=o)kta/rrizos
|Beta Code=o)kta/rrizos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[with eight roots]], <b class="b3">ὀκτάρριζα μετώπων φράγματα</b>, of a stag'shorns, [[with eight points]], AP6.110 (Leon. or Mnasalc.).</span>
|Definition=ὀκτάρριζον, [[with eight roots]], <b class="b3">ὀκτάρριζα μετώπων φράγματα</b>, of a stag'shorns, [[with eight points]], AP6.110 (Leon. or Mnasalc.).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui a huit racines <i>ou</i> ramifications.<br />'''Étymologie:''' [[ὀκτώ]], [[ῥίζα]].
}}
{{pape
|ptext=<i>[[achtwurzelig]]</i>, übertragen <i>[[achtendig]]</i>, vom [[Hirschgeweih]], Leon.Tar. 32 (VI.110).
}}
{{elru
|elrutext='''ὀκτάρριζος:''' [[имеющий восемь ветвей]], [[восьмиконечный]]: ὀκτάρριζα μετώπων φράγματα (''[[sc.]]'' τῆς ἐλάφου) Anth. восьмиконечное оружие на лбу (о рогах оленя).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀκτάρριζος''': -ον, ([[ῥίζα]]) ὁ ἔχων ὀκτὼ ῥίζας, ὀκτάρριζα μετώπων φράγματα, ἐπὶ τῶν κεράτων ἐλάφου ἐχόντων κλαδίσκους, Ἀνθ. Π. 6. 110.
|lstext='''ὀκτάρριζος''': -ον, ([[ῥίζα]]) ὁ ἔχων ὀκτὼ ῥίζας, ὀκτάρριζα μετώπων φράγματα, ἐπὶ τῶν κεράτων ἐλάφου ἐχόντων κλαδίσκους, Ἀνθ. Π. 6. 110.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui a huit racines <i>ou</i> ramifications.<br />'''Étymologie:''' [[ὀκτώ]], [[ῥίζα]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀκτάρριζος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[οκτώ]] ρίζες<br /><b>2.</b> (για τα κλαδωτά κέρατα της ελάφου) αυτός που έχει [[οκτώ]] αιχμηρά [[άκρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀκτα</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[οκτώ]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>ρριζος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ρίζα]]), <b>πρβλ.</b> <i>τετρά</i>-<i>ρριζος</i>].
|mltxt=[[ὀκτάρριζος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[οκτώ]] ρίζες<br /><b>2.</b> (για τα κλαδωτά κέρατα της ελάφου) αυτός που έχει [[οκτώ]] αιχμηρά [[άκρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀκτα</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[οκτώ]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>ρριζος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ρίζα]]), [[πρβλ]]. [[τετράρριζος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀκτάρριζος:''' -ον ([[ῥίζα]]), αυτός που έχει [[οκτώ]] ρίζες· λέγεται για κέρατα αρσενικού ελαφιού, που διακλαδώνονται σε [[οκτώ]] άκρες, σε Ανθ.
|lsmtext='''ὀκτάρριζος:''' -ον ([[ῥίζα]]), αυτός που έχει [[οκτώ]] ρίζες· λέγεται για κέρατα αρσενικού ελαφιού, που διακλαδώνονται σε [[οκτώ]] άκρες, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀκτάρριζος:''' имеющий восемь ветвей, восьмиконечный: ὀκτάρριζα μετώπων φράγματα (sc. τῆς ἐλάφου) Anth. восьмиконечное оружие на лбу (о рогах оленя).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὀκτάρ-ριζος, ον, [[ῥίζα]]<br />with [[eight]] roots: of a [[stag]]'s horns, with [[eight]] points, Anth.
|mdlsjtxt=ὀκτάρ-ριζος, ον, [[ῥίζα]]<br />with [[eight]] roots: of a [[stag]]'s horns, with [[eight]] points, Anth.
}}
}}

Latest revision as of 09:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀκτάρριζος Medium diacritics: ὀκτάρριζος Low diacritics: οκτάρριζος Capitals: ΟΚΤΑΡΡΙΖΟΣ
Transliteration A: oktárrizos Transliteration B: oktarrizos Transliteration C: oktarrizos Beta Code: o)kta/rrizos

English (LSJ)

ὀκτάρριζον, with eight roots, ὀκτάρριζα μετώπων φράγματα, of a stag'shorns, with eight points, AP6.110 (Leon. or Mnasalc.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a huit racines ou ramifications.
Étymologie: ὀκτώ, ῥίζα.

German (Pape)

achtwurzelig, übertragen achtendig, vom Hirschgeweih, Leon.Tar. 32 (VI.110).

Russian (Dvoretsky)

ὀκτάρριζος: имеющий восемь ветвей, восьмиконечный: ὀκτάρριζα μετώπων φράγματα (sc. τῆς ἐλάφου) Anth. восьмиконечное оружие на лбу (о рогах оленя).

Greek (Liddell-Scott)

ὀκτάρριζος: -ον, (ῥίζα) ὁ ἔχων ὀκτὼ ῥίζας, ὀκτάρριζα μετώπων φράγματα, ἐπὶ τῶν κεράτων ἐλάφου ἐχόντων κλαδίσκους, Ἀνθ. Π. 6. 110.

Greek Monolingual

ὀκτάρριζος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει οκτώ ρίζες
2. (για τα κλαδωτά κέρατα της ελάφου) αυτός που έχει οκτώ αιχμηρά άκρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + -ρριζος (< ρίζα), πρβλ. τετράρριζος].

Greek Monotonic

ὀκτάρριζος: -ον (ῥίζα), αυτός που έχει οκτώ ρίζες· λέγεται για κέρατα αρσενικού ελαφιού, που διακλαδώνονται σε οκτώ άκρες, σε Ανθ.

Middle Liddell

ὀκτάρ-ριζος, ον, ῥίζα
with eight roots: of a stag's horns, with eight points, Anth.