κίραφος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ θέλημά σου τὸ ἀγαθὸν καὶ τέλειον, πάτερ → your good and perfect will, Father

Source
m (pape replacement)
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kirafos
|Transliteration C=kirafos
|Beta Code=ki/rafos
|Beta Code=ki/rafos
|Definition=ὁ, and Lacon. κίρα, ἡ, [[fox]], Hsch. κίρβα, = [[πήρα]], Id.; cf. [[κίββα]]. κιρία, v. [[κειρία]]. κίρις, v. [[κιρρίς]].
|Definition=ὁ, and Lacon. [[κίρα]], ἡ, [[fox]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] κίρβα, = [[πήρα]], Id.; cf. [[κίββα]]. κιρία, v. [[κειρία]]. κίρις, v. [[κιρρίς]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 09:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κίραφος Medium diacritics: κίραφος Low diacritics: κίραφος Capitals: ΚΙΡΑΦΟΣ
Transliteration A: kíraphos Transliteration B: kiraphos Transliteration C: kirafos Beta Code: ki/rafos

English (LSJ)

ὁ, and Lacon. κίρα, ἡ, fox, Hsch. κίρβα, = πήρα, Id.; cf. κίββα. κιρία, v. κειρία. κίρις, v. κιρρίς.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
renard, animal.
Étymologie: DELG pê de κιρρός ; ou déformation de κίδαφος.
Syn. ἀλώπηξ, βασσάρα, κίδαφος, κίναδος, κερδώ, σκίνδαφος.

Greek (Liddell-Scott)

κίραφος: ὁ, καὶ Λακων. κίρα, ἡ ἀλώπηξ, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κίραφος, ὁ, και λακων. τ. κίρα, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) η αλεπού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. κίραφος πιθ. < κίδαφος υπό την επίδραση του κιρρός «κοκκινόξανθος», από το οποίο προήλθε πιθ. ο τ. κίρα. Η σχέση τών τ. κίρα, κίραφος με το επίθ. κιρρός οφείλεται προφανώς στο χρώμα του ζώου].

German (Pape)

nach Hesych. bei den Lakoniern der Fuchs, κίδαφος ?