παλμικός: Difference between revisions
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=palmikos | |Transliteration C=palmikos | ||
|Beta Code=palmiko/s | |Beta Code=palmiko/s | ||
|Definition= | |Definition=παλμική, παλμικόν, [[conveyed by palpitation]], <b class="b3">π. οἰώνισμα</b>, title of a book, Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[Ποσειδώνιος]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 09:17, 25 August 2023
English (LSJ)
παλμική, παλμικόν, conveyed by palpitation, π. οἰώνισμα, title of a book, Suid. s.v. Ποσειδώνιος.
German (Pape)
[Seite 452] den παλμός betreffend, z. B. οἰώνισμα, Suid., aus dem Zittern, Zucken eines Gliedes hergenommenes Wahrzeichen.
Greek (Liddell-Scott)
παλμικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς παλμόν, ἢ ὅμοιος πρὸς παλμόν, «παλμικὸν δὲ (οἰώνισμα) τὸ διὰ τῆς πάλσεως τοῦ σώματος γνωριζόμενον, κτλ.» Σουΐδ.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α παλμικός, -ή, -όν) παλμός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παλμό ή αυτός που μοιάζει με παλμό
νεοελλ.
1. αυτός που γίνεται με παλμούς, που χαρακτηρίζεται από παλμούς («παλμικές κινήσεις»)
2. φρ. «παλμικά σύμφωνα» ή «παλμώδη σύμφωνα»
γλωσσ. τα σύμφωνα που, χάρη στην πίεση του αέρα, αρθρώνονται με παλμική κίνηση ενός αρθρωτή πάνω σε έναν άλλο, όπως είναι λ.χ. το ρω της Ελληνικής
αρχ.
φρ. «Παλμικὸν οἰώνισμα» — τίτλος έργου του Ποσειδωνίου.
επίρρ...
παλμικώς
με παλμούς, με παλμικές κινήσεις.