ἰσημέριος: Difference between revisions
(2b) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | |||
|Full diacritics=ἰσημέριος | |||
|Medium diacritics=ἰσημέριος | |||
|Low diacritics=ισημέριος | |||
|Capitals=ΙΣΗΜΕΡΙΟΣ | |||
|Transliteration A=isēmérios | |||
|Transliteration B=isēmerios | |||
|Transliteration C=isimerios | |||
|Beta Code=i)shme/rios | |||
|Definition=-ου, Dor. [[ἰσαμέριος]], [[lasting an equal time]], [[of equal duration]], φύλλοις αἰγείρου S.Fr.593.2. See also: [[ἰσημερινός]]. | |||
}} | |||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1263.png Seite 1263]] = Folgdm, Soph. frg. 692. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1263.png Seite 1263]] = Folgdm, Soph. frg. 692. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ία, -ον (ΑΜ [[ἰσημέριος]], -ία, -ον, Α δωρ. τ. [[ἰσαμέριος]], -ον)<br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b | |mltxt=-ία, -ον (ΑΜ [[ἰσημέριος]], -ία, -ον, Α δωρ. τ. [[ἰσαμέριος]], -ον)<br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[ισημερία]]<br />η [[εξίσωση]] της [[χρονικής]] διάρκειας ημέρας και νύχτας, που [[είναι]] [[διαρκής]] στον ισημερινό, ενώ σε όλα τα άλλα [[πλάτη]] και για όλη τη Γη συμβαίνει δύο φορές το [[έτος]], [[δηλαδή]] στις 21 Μαρτίου (εαρινή [[ισημερία]]) και στις 22 Σεπτεμβρίου (φθινοπωρινή [[ισημερία]]), [[οπότε]] ο Ήλιος περνά [[πάνω]] από τα ισημερινά [[σημεία]] (το εαρινό και το φθινοπωρινό, αντίστοιχα) και [[επομένως]] [[κατά]] την ημερήσια [[πορεία]] του διαγράφει τον ισημερινό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ο δωρ. τ.) [[ἰσαμέριος]], -<i>ον</i><br />αυτός που διαρκεί ίσο [[διάστημα]] χρόνου<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[ἰσημέριον]]<br />η [[ισημερία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἡμέριος]], [[ἡμερία]], <i>ἡμέριον</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἡμέρα]])]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἰσημέριος:''' атт. = [[ἰσαμέριος]]. | |elrutext='''ἰσημέριος:''' атт. = [[ἰσαμέριος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:17, 25 August 2023
English (LSJ)
-ου, Dor. ἰσαμέριος, lasting an equal time, of equal duration, φύλλοις αἰγείρου S.Fr.593.2. See also: ἰσημερινός.
German (Pape)
[Seite 1263] = Folgdm, Soph. frg. 692.
Greek Monolingual
-ία, -ον (ΑΜ ἰσημέριος, -ία, -ον, Α δωρ. τ. ἰσαμέριος, -ον)
το θηλ. ως ουσ. η ισημερία
η εξίσωση της χρονικής διάρκειας ημέρας και νύχτας, που είναι διαρκής στον ισημερινό, ενώ σε όλα τα άλλα πλάτη και για όλη τη Γη συμβαίνει δύο φορές το έτος, δηλαδή στις 21 Μαρτίου (εαρινή ισημερία) και στις 22 Σεπτεμβρίου (φθινοπωρινή ισημερία), οπότε ο Ήλιος περνά πάνω από τα ισημερινά σημεία (το εαρινό και το φθινοπωρινό, αντίστοιχα) και επομένως κατά την ημερήσια πορεία του διαγράφει τον ισημερινό
αρχ.
1. (ο δωρ. τ.) ἰσαμέριος, -ον
αυτός που διαρκεί ίσο διάστημα χρόνου
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσημέριον
η ισημερία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + ἡμέριος, ἡμερία, ἡμέριον (< ἡμέρα)].
Russian (Dvoretsky)
ἰσημέριος: атт. = ἰσαμέριος.