τεύθριον: Difference between revisions
ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning
(41) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=teythrion | |Transliteration C=teythrion | ||
|Beta Code=teu/qrion | |Beta Code=teu/qrion | ||
|Definition=τό, < | |Definition=τό,<br><span class="bld">A</span> = [[πόλιον]], Dsc.3.110.<br><span class="bld">2</span> = [[ἐρυθρόδανον]], ib.143. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 09:19, 25 August 2023
English (LSJ)
τό,
A = πόλιον, Dsc.3.110.
2 = ἐρυθρόδανον, ib.143.
Greek (Liddell-Scott)
τεύθριον: τό, φυτόν τι, = πόλιον, παρὰ Διοσκ. 3. 124.
Greek Monolingual
τὸ, Α
1. το φυτό πόλιον
2. το φυτό ερυθρόδανον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ο τ. τεύθριον, μέσω της έννοιας του χρώματος, συνδέεται με τη λ. τευθίς «καλαμάρι», λόγω της μελάνης που αυτό εκκρίνει, και ανάγεται σε μια ρίζα με σημ. «χρωματίζω». Μερικοί αποδίδουν τη σημ. αυτή στην ΙΕ ρίζα dheu-dh- «διασκορπίζω, στροβιλίζω» (πρβλ. θύω [Ι]), ενώ άλλοι στην ΙΕ ρίζα dheu- «τρέχω, ρέω» (πρβλ. θέω). Σύμφωνα με την δεύτερη αυτή άποψη, το θ. του τ. τεύθριον απαντά και ως α΄ συνθετικό στον μυκην. τ. teutarakoro = τεύθραγρος με πιθ. σημ. «αυτός που μαζεύει πολύχρωμα λουλούδια»].