κεστροφύλαξ: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=κεστροφύλαξ
|Full diacritics=κεστροφῠ́λᾰξ
|Medium diacritics=κεστροφύλαξ
|Medium diacritics=κεστροφύλαξ
|Low diacritics=κεστροφύλαξ
|Low diacritics=κεστροφύλαξ
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kestrofylaks
|Transliteration C=kestrofylaks
|Beta Code=kestrofu/lac
|Beta Code=kestrofu/lac
|Definition=[<b class="b3">ῠ], ακος, ὁ</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[officer in charge of]] κέστροι 11, ib.1094, al.:—hence κεστρο-φῠλᾰκέω, ib.735, 736.</span>
|Definition=[ῠ], ακος, ὁ, [[officer in charge of]] κέστροι 11, ib.1094, al.:—hence [[κεστροφυλακέω]], ib.735, 736.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=κεοτροφύλαξ, -ακος, ὁ (Α)<br /><b>επιγρ.</b> [[αξιωματικός]] που είχε τη [[φροντίδα]] τών βελών που ονομάζονταν κέστροι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέστρος]] ([[είδος]] βέλους) <span style="color: red;">+</span> -[[φύλαξ]] (<span style="color: red;"><</span> [[φύλαξ]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>θαλαμο</i>-[[φύλαξ]], <i>χωρο</i>-[[φύλαξ]].
|mltxt=κεοτροφύλαξ, -ακος, ὁ (Α)<br /><b>επιγρ.</b> [[αξιωματικός]] που είχε τη [[φροντίδα]] τών βελών που ονομάζονταν κέστροι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέστρος]] ([[είδος]] βέλους) <span style="color: red;">+</span> -[[φύλαξ]] (<span style="color: red;"><</span> [[φύλαξ]]), [[πρβλ]]. [[θαλαμοφύλαξ]], [[χωροφύλαξ]].
}}
}}

Latest revision as of 09:20, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεστροφῠ́λᾰξ Medium diacritics: κεστροφύλαξ Low diacritics: κεστροφύλαξ Capitals: ΚΕΣΤΡΟΦΥΛΑΞ
Transliteration A: kestrophýlax Transliteration B: kestrophylax Transliteration C: kestrofylaks Beta Code: kestrofu/lac

English (LSJ)

[ῠ], ακος, ὁ, officer in charge of κέστροι 11, ib.1094, al.:—hence κεστροφυλακέω, ib.735, 736.

German (Pape)

[Seite 1426] ακος, ὁ, ein Aufseher, Wächter über die κέστροι, Inscr.

Greek Monolingual

κεοτροφύλαξ, -ακος, ὁ (Α)
επιγρ. αξιωματικός που είχε τη φροντίδα τών βελών που ονομάζονταν κέστροι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέστρος (είδος βέλους) + -φύλαξ (< φύλαξ), πρβλ. θαλαμοφύλαξ, χωροφύλαξ.