θελκτικός: Difference between revisions
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
(c2) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=thelktikos | |Transliteration C=thelktikos | ||
|Beta Code=qelktiko/s | |Beta Code=qelktiko/s | ||
|Definition= | |Definition=θελκτική, θελκτικόν, = [[θελκτήριος]] ([[charming]], [[enchanting]]), [[δύναμις]] Sch. E. ''Or.'' 211. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1193.png Seite 1193]] | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1193.png Seite 1193]] [[bezaubernd]], [[beschwichtigend]], [[anlockend]], τὰ θελκτικὰ τῆς μουσικῆς [[πάθη]] Schol. Pind. P. 1, 21. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''θελκτικός''': -ή, -όν, = τῷ προηγ., Σχόλ. Εὐρ. Ὀρ. 211. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[θελκτικός]], -ή, -όν) [[θέλγω]]<br />αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] ή τη [[δύναμη]] να θέλγει, [[ελκυστικός]], [[γοητευτικός]] («θελκτικές υποσχέσεις»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θελκτικώς</i> και -<i>ά</i><br />με ελκυστικό τρόπο. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:20, 25 August 2023
English (LSJ)
θελκτική, θελκτικόν, = θελκτήριος (charming, enchanting), δύναμις Sch. E. Or. 211.
German (Pape)
[Seite 1193] bezaubernd, beschwichtigend, anlockend, τὰ θελκτικὰ τῆς μουσικῆς πάθη Schol. Pind. P. 1, 21.
Greek (Liddell-Scott)
θελκτικός: -ή, -όν, = τῷ προηγ., Σχόλ. Εὐρ. Ὀρ. 211.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α θελκτικός, -ή, -όν) θέλγω
αυτός που έχει την ιδιότητα ή τη δύναμη να θέλγει, ελκυστικός, γοητευτικός («θελκτικές υποσχέσεις»).
επίρρ...
θελκτικώς και -ά
με ελκυστικό τρόπο.