πρωτόδαμνος: Difference between revisions
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
(6_18) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=protodamnos | |Transliteration C=protodamnos | ||
|Beta Code=prwto/damnos | |Beta Code=prwto/damnos | ||
|Definition= | |Definition=πρωτόδαμνον, [[first-tamed]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[ἄδαμνον]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πρωτόδαμνος''': -ον, ὁ πρώτην φορὰν δαμασθείς, ἡμερωθείς, Ἡσύχ. ἐν λ. ἄδαμνος. | |lstext='''πρωτόδαμνος''': -ον, ὁ πρώτην φορὰν δαμασθείς, ἡμερωθείς, Ἡσύχ. ἐν λ. ἄδαμνος. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> αυτός που δαμάστηκε για πρώτη [[φορά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πρωτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δαμνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δάμνημι]] «[[δαμάζω]]»), [[πρβλ]]. [[τοξόδαμνος]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:21, 25 August 2023
English (LSJ)
πρωτόδαμνον, first-tamed, Hsch. s.v. ἄδαμνον.
Greek (Liddell-Scott)
πρωτόδαμνος: -ον, ὁ πρώτην φορὰν δαμασθείς, ἡμερωθείς, Ἡσύχ. ἐν λ. ἄδαμνος.
Greek Monolingual
-ον, Α
(κατά τον Ησύχ.) αυτός που δαμάστηκε για πρώτη φορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -δαμνος (< δάμνημι «δαμάζω»), πρβλ. τοξόδαμνος].