θυλακοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
(6_19)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thylakoforos
|Transliteration C=thylakoforos
|Beta Code=qulakofo/ros
|Beta Code=qulakofo/ros
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">carrying a bag</b>, name for prospectors, Hsch., Phot.</span>
|Definition=θυλακοφόρον, [[carrying a bag]], name for prospectors, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], Phot.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θῡλᾰκοφόρος''': -ον, φέρων μεθ’ [[ἑαυτοῦ]] πήραν, [[ὄνομα]] τῶν ὀρεινῶν χωρικῶν, οἵτινες καὶ πηροφόροι ἐκαλοῦντο, Ἡσύχ., Φώτ.
|lstext='''θῡλᾰκοφόρος''': -ον, φέρων μεθ’ [[ἑαυτοῦ]] πήραν, [[ὄνομα]] τῶν ὀρεινῶν χωρικῶν, οἵτινες καὶ πηροφόροι ἐκαλοῦντο, Ἡσύχ., Φώτ.
}}
{{grml
|mltxt=[[θυλακοφόρος]], -ον (Α)<br />(για χωρικούς που ζουν σε ορεινά μέρη) αυτός που φέρει [[μαζί]] του [[σακούλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύλακος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), [[πρβλ]]. [[ροπαλοφόρος]], [[φαεσφόρος]].
}}
}}

Latest revision as of 09:21, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῡλᾰκοφόρος Medium diacritics: θυλακοφόρος Low diacritics: θυλακοφόρος Capitals: ΘΥΛΑΚΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: thylakophóros Transliteration B: thylakophoros Transliteration C: thylakoforos Beta Code: qulakofo/ros

English (LSJ)

θυλακοφόρον, carrying a bag, name for prospectors, Hsch., Phot.

German (Pape)

[Seite 1222] Sackträger, nach VLL. von Bergleuten.

Greek (Liddell-Scott)

θῡλᾰκοφόρος: -ον, φέρων μεθ’ ἑαυτοῦ πήραν, ὄνομα τῶν ὀρεινῶν χωρικῶν, οἵτινες καὶ πηροφόροι ἐκαλοῦντο, Ἡσύχ., Φώτ.

Greek Monolingual

θυλακοφόρος, -ον (Α)
(για χωρικούς που ζουν σε ορεινά μέρη) αυτός που φέρει μαζί του σακούλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύλακος + -φορος (< φέρω), πρβλ. ροπαλοφόρος, φαεσφόρος.