ἀνάχωμα: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anachoma
|Transliteration C=anachoma
|Beta Code=a)na/xwma
|Beta Code=a)na/xwma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[dike]], [[dam]], Aristeas301, Harp. [[sub verbo|s.v.]] [[ἄνδηρα]]; cf. [[ἀνάχωσμα]].</span>
|Definition=-ατος, τό, [[dike]], [[dam]], Aristeas301, Harp. [[sub verbo|s.v.]] [[ἄνδηρα]]; cf. [[ἀνάχωσμα]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό [[dique]], [[presa]] Aristeas 301, Harp.s.u. ἄνδηρα.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνάχωμα''': τό, [[ἄνδηρον]], «ἄνδηρα... τὰ τῶν ποταμῶν ἀναχώματα» Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 5. 93, ἴδε καὶ Ἁρποκρ. ἐν λ. ἄνδηρα.
|lstext='''ἀνάχωμα''': τό, [[ἄνδηρον]], «ἄνδηρα... τὰ τῶν ποταμῶν ἀναχώματα» Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 5. 93, ἴδε καὶ Ἁρποκρ. ἐν λ. ἄνδηρα.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό [[dique]], [[presa]] Aristeas 301, Harp.s.u. ἄνδηρα.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το<br /><b>1.</b> [[σωρός]] από [[χώμα]], [[πρόχωμα]]<br /><b>2.</b> [[λάκκος]] ή όρυγμα που ισοπεδώθηκε με [[συσσώρευση]] χώματος.
|mltxt=το<br /><b>1.</b> [[σωρός]] από [[χώμα]], [[πρόχωμα]]<br /><b>2.</b> [[λάκκος]] ή όρυγμα που ισοπεδώθηκε με [[συσσώρευση]] χώματος.
}}
}}

Latest revision as of 09:22, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάχωμα Medium diacritics: ἀνάχωμα Low diacritics: ανάχωμα Capitals: ΑΝΑΧΩΜΑ
Transliteration A: anáchōma Transliteration B: anachōma Transliteration C: anachoma Beta Code: a)na/xwma

English (LSJ)

-ατος, τό, dike, dam, Aristeas301, Harp. s.v. ἄνδηρα; cf. ἀνάχωσμα.

Spanish (DGE)

-ματος, τό dique, presa Aristeas 301, Harp.s.u. ἄνδηρα.

German (Pape)

[Seite 215] τό, Erdaufwurf, Grabenrand, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάχωμα: τό, ἄνδηρον, «ἄνδηρα... τὰ τῶν ποταμῶν ἀναχώματα» Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 5. 93, ἴδε καὶ Ἁρποκρ. ἐν λ. ἄνδηρα.

Greek Monolingual

το
1. σωρός από χώμα, πρόχωμα
2. λάκκος ή όρυγμα που ισοπεδώθηκε με συσσώρευση χώματος.