ὀλίσθανος: Difference between revisions
From LSJ
τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses
(9) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=olisthanos | |Transliteration C=olisthanos | ||
|Beta Code=o)li/sqanos | |Beta Code=o)li/sqanos | ||
|Definition= | |Definition=ὀλίσθανον, = [[ὀλισθηρός]] : Comp. ὀλισθανωτέρα Gal.18(2).624 :—also [[ὀλισθός]], Hdn.Gr.1.147. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὀλισθανος, -ον (Α)<br />(αμφβλ. τον.) [[ολισθηρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀλισθ</i>- του <i>ὤλισθον</i> (<b>βλ. λ.</b> [[ολισθάνω]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ανος</i>. Αμφίβολη [[είναι]] η [[θέση]] του τόνου της λ., αν και οι τ. με [[επίθημα]] -<i>ανος</i>, όπως [[ικανός]], [[λιχανός]], συνηγορούν [[υπέρ]] της θέσης του τόνου στη [[λήγουσα]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:22, 25 August 2023
English (LSJ)
ὀλίσθανον, = ὀλισθηρός : Comp. ὀλισθανωτέρα Gal.18(2).624 :—also ὀλισθός, Hdn.Gr.1.147.
Greek Monolingual
ὀλισθανος, -ον (Α)
(αμφβλ. τον.) ολισθηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀλισθ- του ὤλισθον (βλ. λ. ολισθάνω) + επίθημα -ανος. Αμφίβολη είναι η θέση του τόνου της λ., αν και οι τ. με επίθημα -ανος, όπως ικανός, λιχανός, συνηγορούν υπέρ της θέσης του τόνου στη λήγουσα].