δαύω: Difference between revisions

From LSJ
(6_2)
m (LSJ1 replacement)
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dayo
|Transliteration C=dayo
|Beta Code=dau/w
|Beta Code=dau/w
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[ἰαύω]], <b class="b2">sleep</b>, Sapph.83: aor. <b class="b3">ἔδαυσεν</b>, Hsch. (Cf. <b class="b3">δαίω</b>(A).)</span>
|Definition== [[ἰαύω]], [[sleep]], Sapph.83: aor. ἔδαυσεν, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] (Cf. [[δαίω]](A).)
}}
{{DGE
|dgtxt=[[dormir]] δαύοισ(') ἀπάλας ἐτα<ί>ρας ἐν στήθεσιν durmiendo sobre el pecho de una tierna amiga</i> Sapph.126, cf. Hdn.Gr.1.453, Hsch.s.uu. δαύειν, ἔδαυσεν.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Prob. generada en un falso corte, ya antiguo, por δ' αὔοις (Sapph.), del que procedería Lyc. [[ἐνδαύω]] y Hsch. [[ἀδαύως]], ἔδαυσεν, δαύειν.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0524.png Seite 524]] = ἰαὐω, schlafen, Sappho bei E. M. 250, 10.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0524.png Seite 524]] = ἰαὐω, schlafen, Sappho bei E. M. 250, 10.
}}
{{elnl
|elnltext=δαύω [~ ἰαύω?] [[slapen]].
}}
{{elru
|elrutext='''δαύω:''' эол. [[Sappho]] = [[ἰαύω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[δαύω]] (Α)<br />[[κοιμάμαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι υποθέσεις που έχουν διατυπωθεί για την αρχική [[προέλευση]] του ρ. [[δαύω]] δεν [[είναι]] ευρύτερα αποδεκτές. Συνδέθηκε με το ρ. [[ιαύω]] «[[κοιμάμαι]]» και [[κυρίως]] <i>αύω</i> (=[[ιαύω]], στον επικό Νίκανδρο) λόγω της μορφολογικής τους ομοιότητας. Υπετέθη δηλ. ότι το <i>δαύοις</i> (στη [[Σαπφώ]]) [[είναι]] λανθασμένη [[γραφή]] του <i>δ</i>' <i>αύοις</i>, η οποία μέσω του Ησυχίου και του Λυκόφρονος διαδόθηκε [[περαιτέρω]]. Η [[υπόθεση]] ότι το -<i>δ</i>- του [[δαύω]] προέρχεται από ένα συνώνυμο [[ρήμα]], πιθ. το ομηρικό <i>έδραθον</i>, [[καθώς]] και η [[σύνδεση]] με αρχ. ινδ. <i>doš</i><i>ā</i>, αβεστ. <i>daoša</i>, δεν [[είναι]] πειστικές].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δαύω''': [[ἰαύω]], κοιμῶμαι, Σαπφὼ 86· ἀόρ. ἔδαυσεν παρ' Ἡσυχ. Πρβλ. [[δαίω]] (Δ), τελ.
|lstext='''δαύω''': [[ἰαύω]], κοιμῶμαι, Σαπφὼ 86· ἀόρ. ἔδαυσεν παρ' Ἡσυχ. Πρβλ. [[δαίω]] (Δ), τελ.
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: v.<br />Meaning: [[sleep]] (Sapph. 83), <b class="b3">ἔδαυσεν ἐκοιμήθη</b>; <b class="b3">ἀδαύως ἐγρηγόρως</b> H.<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Improbable Güntert Reimwortbildungen 163. Not better Bechtel Dial. 1, 118: to Skt. <b class="b2">doṣā́</b> [[evening]]. Cf. on [[δείελος]].
}}
{{FriskDe
|ftr='''δαύω''': {daúō}<br />'''Grammar''': v.<br />'''Meaning''': [[schlafen]] (Sapph. 83), ἔδαυσεν· ἐκοιμήθη; ἀδαύως· [[ἐγρηγόρως]] H.<br />'''Etymology''': Reimwort zu [[ἰαύω]], aber sonst unerklärt. Unwahrscheinliche Hypothese bei Güntert Reimwortbildungen 163. Nicht besser Bechtel Dial. 1, 118: zu aind. ''doṣā́'' [[Abend]] usw.; vgl. zu [[δείελος]].<br />'''Page''' 1,353
}}
}}

Latest revision as of 09:22, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δαύω Medium diacritics: δαύω Low diacritics: δαύω Capitals: ΔΑΥΩ
Transliteration A: daúō Transliteration B: dauō Transliteration C: dayo Beta Code: dau/w

English (LSJ)

= ἰαύω, sleep, Sapph.83: aor. ἔδαυσεν, Hsch. (Cf. δαίω(A).)

Spanish (DGE)

dormir δαύοισ(') ἀπάλας ἐτα<ί>ρας ἐν στήθεσιν durmiendo sobre el pecho de una tierna amiga Sapph.126, cf. Hdn.Gr.1.453, Hsch.s.uu. δαύειν, ἔδαυσεν.
• Etimología: Prob. generada en un falso corte, ya antiguo, por δ' αὔοις (Sapph.), del que procedería Lyc. ἐνδαύω y Hsch. ἀδαύως, ἔδαυσεν, δαύειν.

German (Pape)

[Seite 524] = ἰαὐω, schlafen, Sappho bei E. M. 250, 10.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δαύω [~ ἰαύω?] slapen.

Russian (Dvoretsky)

δαύω: эол. Sappho = ἰαύω.

Greek Monolingual

δαύω (Α)
κοιμάμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι υποθέσεις που έχουν διατυπωθεί για την αρχική προέλευση του ρ. δαύω δεν είναι ευρύτερα αποδεκτές. Συνδέθηκε με το ρ. ιαύω «κοιμάμαι» και κυρίως αύω (=ιαύω, στον επικό Νίκανδρο) λόγω της μορφολογικής τους ομοιότητας. Υπετέθη δηλ. ότι το δαύοις (στη Σαπφώ) είναι λανθασμένη γραφή του δ' αύοις, η οποία μέσω του Ησυχίου και του Λυκόφρονος διαδόθηκε περαιτέρω. Η υπόθεση ότι το -δ- του δαύω προέρχεται από ένα συνώνυμο ρήμα, πιθ. το ομηρικό έδραθον, καθώς και η σύνδεση με αρχ. ινδ. došā, αβεστ. daoša, δεν είναι πειστικές].

Greek (Liddell-Scott)

δαύω: ἰαύω, κοιμῶμαι, Σαπφὼ 86· ἀόρ. ἔδαυσεν παρ' Ἡσυχ. Πρβλ. δαίω (Δ), τελ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: sleep (Sapph. 83), ἔδαυσεν ἐκοιμήθη; ἀδαύως ἐγρηγόρως H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Improbable Güntert Reimwortbildungen 163. Not better Bechtel Dial. 1, 118: to Skt. doṣā́ evening. Cf. on δείελος.

Frisk Etymology German

δαύω: {daúō}
Grammar: v.
Meaning: schlafen (Sapph. 83), ἔδαυσεν· ἐκοιμήθη; ἀδαύως· ἐγρηγόρως H.
Etymology: Reimwort zu ἰαύω, aber sonst unerklärt. Unwahrscheinliche Hypothese bei Güntert Reimwortbildungen 163. Nicht besser Bechtel Dial. 1, 118: zu aind. doṣā́ Abend usw.; vgl. zu δείελος.
Page 1,353