φοινικίτης: Difference between revisions
From LSJ
βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=foinikitis | |Transliteration C=foinikitis | ||
|Beta Code=foiniki/ths | |Beta Code=foiniki/ths | ||
|Definition=[κῑ], ου, ὁ, (φοῖνιξ B. 11) <b class="b3"> | |Definition=[κῑ], ου, ὁ, (φοῖνιξ B. 11) <b class="b3">φοινικίτης οἶνος</b> [[palm]]-[[wine]], Dsc.5.31. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 09:22, 25 August 2023
English (LSJ)
[κῑ], ου, ὁ, (φοῖνιξ B. 11) φοινικίτης οἶνος palm-wine, Dsc.5.31.
German (Pape)
[Seite 1296] ὁ, οἶνος, Palmwein, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
φοινικίτης: -ου, ὁ (φοῖνιξ Β. ΙΙ), φ. οἶνος, ὁ ἐκ φοινίκων κατασκευαζόμενος, Διοσκ. 5. 40.
Greek Monolingual
ὁ, Α
κρασί από καρπούς του δέντρου φοίνικας (Ι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (III), -οίνικος «είδος δένδρου» + κατάλ. -ίτης (πρβλ. μηλίτης)].