Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φάραι: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
(44)
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=farai
|Transliteration C=farai
|Beta Code=fa/rai
|Beta Code=fa/rai
|Definition=<b class="b3">ὑφαίνειν, πλέκειν</b>, Hsch. φαραιδάκη· <b class="b3">μυρίκη</b>, Id.
|Definition=[[ὑφαίνειν]], [[πλέκειν]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] φαραιδάκη· [[μυρίκη]], Id.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὑφαίνειν, πλέκειν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τ. άγνωστης ετυμολ. και αμφίβολης σημ. που παραδίδει ο Ησύχιος. Τόσο η [[ερμηνεία]] της λ. με ενεστωτικούς τ. «ὑφαίνειν, πλέκειν», [[παρά]] τη [[μορφή]] της που θυμίζει [[απαρέμφατο]] αορίστου, όσο και το ότι το [[λήμμα]] βρίσκεται στη σωστή αλφαβητική του [[θέση]] δυσχεραίνει πολύ την ετυμολογική του [[προσέγγιση]]. Κατά μία [[άποψη]], ο τ. θεωρείται παρεφθαρμένος και έχει προταθεί η [[διόρθωση]] του σε <i>φᾱναι</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ὑφᾱναι</i> με [[υφαίρεση]], <b>πρβλ.</b> <i>φαδιάσαι</i>). Η [[σύνδεση]], [[τέλος]], του τ. [[είτε]] με τη λ. <i>φᾱρος</i> «ύφασμα» [[είτε]] με τη λ. [[φορμός]] δεν θεωρείται πιθανή].
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὑφαίνειν, πλέκειν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τ. άγνωστης ετυμολ. και αμφίβολης σημ. που παραδίδει ο Ησύχιος. Τόσο η [[ερμηνεία]] της λ. με ενεστωτικούς τ. «ὑφαίνειν, πλέκειν», [[παρά]] τη [[μορφή]] της που θυμίζει [[απαρέμφατο]] αορίστου, όσο και το ότι το [[λήμμα]] βρίσκεται στη σωστή αλφαβητική του [[θέση]] δυσχεραίνει πολύ την ετυμολογική του [[προσέγγιση]]. Κατά μία [[άποψη]], ο τ. θεωρείται παρεφθαρμένος και έχει προταθεί η [[διόρθωση]] του σε <i>φᾱναι</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ὑφᾱναι</i> με [[υφαίρεση]], <b>πρβλ.</b> <i>φαδιάσαι</i>). Η [[σύνδεση]], [[τέλος]], του τ. [[είτε]] με τη λ. <i>φᾱρος</i> «ύφασμα» [[είτε]] με τη λ. [[φορμός]] δεν θεωρείται πιθανή].
}}
}}

Latest revision as of 09:24, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φάραι Medium diacritics: φάραι Low diacritics: φάραι Capitals: ΦΑΡΑΙ
Transliteration A: phárai Transliteration B: pharai Transliteration C: farai Beta Code: fa/rai

English (LSJ)

ὑφαίνειν, πλέκειν, Hsch. φαραιδάκη· μυρίκη, Id.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «ὑφαίνειν, πλέκειν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Τ. άγνωστης ετυμολ. και αμφίβολης σημ. που παραδίδει ο Ησύχιος. Τόσο η ερμηνεία της λ. με ενεστωτικούς τ. «ὑφαίνειν, πλέκειν», παρά τη μορφή της που θυμίζει απαρέμφατο αορίστου, όσο και το ότι το λήμμα βρίσκεται στη σωστή αλφαβητική του θέση δυσχεραίνει πολύ την ετυμολογική του προσέγγιση. Κατά μία άποψη, ο τ. θεωρείται παρεφθαρμένος και έχει προταθεί η διόρθωση του σε φᾱναι (< ὑφᾱναι με υφαίρεση, πρβλ. φαδιάσαι). Η σύνδεση, τέλος, του τ. είτε με τη λ. φᾱρος «ύφασμα» είτε με τη λ. φορμός δεν θεωρείται πιθανή].