μιμιχμός: Difference between revisions

From LSJ

ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → nobody lies for a long time without being discovered

Source
(25)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mimichmos
|Transliteration C=mimichmos
|Beta Code=mimixmo/s
|Beta Code=mimixmo/s
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">neighing of horses</b>, Hsch.; cf. [[μιμάξασα]].</span>
|Definition=ὁ, [[neighing of horses]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; cf. [[μιμάξασα]].
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μιμιχμός]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «τοῡ ἵππου [[φωνή]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>mimati</i> «[[μουγκρίζω]]», αρχ. σλαβ. <i>mimati</i> «[[ψελλίζω]], [[τραυλίζω]]» και εντάσσεται σε μια [[σειρά]] ηχομιμητικών λ. που ανάγονται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>mim</i>(<i>ei</i>)-].
|mltxt=[[μιμιχμός]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «τοῦ ἵππου [[φωνή]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>mimati</i> «[[μουγκρίζω]]», αρχ. σλαβ. <i>mimati</i> «[[ψελλίζω]], [[τραυλίζω]]» και εντάσσεται σε μια [[σειρά]] ηχομιμητικών λ. που ανάγονται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>mim</i>(<i>ei</i>)-].
}}
}}

Latest revision as of 09:26, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μιμιχμός Medium diacritics: μιμιχμός Low diacritics: μιμιχμός Capitals: ΜΙΜΙΧΜΟΣ
Transliteration A: mimichmós Transliteration B: mimichmos Transliteration C: mimichmos Beta Code: mimixmo/s

English (LSJ)

ὁ, neighing of horses, Hsch.; cf. μιμάξασα.

German (Pape)

[Seite 187] ὁ, das Wiehern der Pferde, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

μιμιχμός: ὁ, ὁ χρεμετισμὸς τοῦ ἵππου, Λατ. hinnῑtus, Ἡσύχ., παρ’ ᾧ κεῖται καὶ μιμάξασα (ἐκ τοῦ μιμάζω), «χρεμετίσασα, φωνήσασα».

Greek Monolingual

μιμιχμός (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «τοῦ ἵππου φωνή».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με αρχ. ινδ. mimati «μουγκρίζω», αρχ. σλαβ. mimati «ψελλίζω, τραυλίζω» και εντάσσεται σε μια σειρά ηχομιμητικών λ. που ανάγονται σε ΙΕ ρίζα mim(ei)-].