τρίφωνος: Difference between revisions
From LSJ
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=trifonos | |Transliteration C=trifonos | ||
|Beta Code=tri/fwnos | |Beta Code=tri/fwnos | ||
|Definition= | |Definition=τρίφωνον, ([[φωνή]]) [[three-voiced]], Id. [[sub verbo|s.v.]] [[τριφάσιοι]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο, Ν<br /><b>1.</b> (για [[μελωδία]]) αυτός που εκτελείται από [[τρεις]] φωνές<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «τρίφωνη [[συγχορδία]]»<br /><b>μουσ.</b> [[συγχορδία]] αποτελούμενη από [[τρεις]] φθόγγους, έναν [[θεμέλιο]] και την [[τρίτη]] και την πέμπτη αρμονική του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), | |mltxt=-η, -ο, Ν<br /><b>1.</b> (για [[μελωδία]]) αυτός που εκτελείται από [[τρεις]] φωνές<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «τρίφωνη [[συγχορδία]]»<br /><b>μουσ.</b> [[συγχορδία]] αποτελούμενη από [[τρεις]] φθόγγους, έναν [[θεμέλιο]] και την [[τρίτη]] και την πέμπτη αρμονική του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), [[πρβλ]]. [[ἡμίφωνος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:28, 25 August 2023
English (LSJ)
τρίφωνον, (φωνή) three-voiced, Id. s.v. τριφάσιοι.
German (Pape)
[Seite 1149] dreistimmig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τρίφωνος: -ον, (φωνὴ) ὁ ἔχων τρεῖς φωνάς, Ἡσύχ. ἐν λέξ. τριφάσιοι.
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
1. (για μελωδία) αυτός που εκτελείται από τρεις φωνές
2. φρ. «τρίφωνη συγχορδία»
μουσ. συγχορδία αποτελούμενη από τρεις φθόγγους, έναν θεμέλιο και την τρίτη και την πέμπτη αρμονική του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. ἡμίφωνος].