νεοθηγής: Difference between revisions

From LSJ

Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht

Menander, Monostichoi, 88
(6_7)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=neothigis
|Transliteration C=neothigis
|Beta Code=neoqhgh/s
|Beta Code=neoqhgh/s
|Definition=ές, = sq., <span class="bibl">A.R.3.1388</span>, <span class="title">APl.</span>4.124.
|Definition=νεοθηγές, = [[νεόθηκτος]] ([[newly whetted]]), ARh. 3.1388, ''APl.'' 4.124.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''νεοθηγής''': -ές, ὁ νεωστὶ ἠκονομημένος, ἅρπην νεοθηγέα Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1388, Ἀνθ. Πλαν. 124.
|lstext='''νεοθηγής''': -ές, ὁ νεωστὶ ἠκονομημένος, ἅρπην νεοθηγέα Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1388, Ἀνθ. Πλαν. 124.
}}
{{grml
|mltxt=[[νεοθηγής]], -ές (Α)<br />[[νεόθηκτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>θηγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θήγω]] «[[ακονίζω]]»), [[πρβλ]]. [[οξυθηγής]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νεοθηγής:''' -ές ([[θήγω]]), = [[νεόθηκτος]], αυτός που ακονίστηκε πρόσφατα, σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=νεο-θηγής, ές [[θήγω]] = [[νεοθηλής]], Anth.]
}}
}}

Latest revision as of 09:29, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεοθηγής Medium diacritics: νεοθηγής Low diacritics: νεοθηγής Capitals: ΝΕΟΘΗΓΗΣ
Transliteration A: neothēgḗs Transliteration B: neothēgēs Transliteration C: neothigis Beta Code: neoqhgh/s

English (LSJ)

νεοθηγές, = νεόθηκτος (newly whetted), ARh. 3.1388, APl. 4.124.

German (Pape)

[Seite 242] ές, neu geschärft; ἰοί, Ep. ad. 290 (Plan. 124); ἅρπη, Ap. Rh. 3, 1388.

Greek (Liddell-Scott)

νεοθηγής: -ές, ὁ νεωστὶ ἠκονομημένος, ἅρπην νεοθηγέα Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1388, Ἀνθ. Πλαν. 124.

Greek Monolingual

νεοθηγής, -ές (Α)
νεόθηκτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -θηγής (< θήγω «ακονίζω»), πρβλ. οξυθηγής].

Greek Monotonic

νεοθηγής: -ές (θήγω), = νεόθηκτος, αυτός που ακονίστηκε πρόσφατα, σε Ανθ.

Middle Liddell

νεο-θηγής, ές θήγω = νεοθηλής, Anth.]