περισσόσαρκος: Difference between revisions

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
(6_17)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=perissosarkos
|Transliteration C=perissosarkos
|Beta Code=perisso/sarkos
|Beta Code=perisso/sarkos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">over-fleshy</b>, Suid. s.v. [[Πρίαπος]].</span>
|Definition=περισσόσαρκον, [[over-fleshy]], Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[Πρίαπος]].
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περισσόσαρκος''': -ον, ὁ ἔχων περιττὰς σάρκας, [[ὑπὲρ]] τὸ [[δέον]] [[πολύσαρκος]], Σουΐδ. ἐν λέξ. [[Πρίαπος]] (3).
|lstext='''περισσόσαρκος''': -ον, ὁ ἔχων περιττὰς σάρκας, [[ὑπὲρ]] τὸ [[δέον]] [[πολύσαρκος]], Σουΐδ. ἐν λέξ. [[Πρίαπος]] (3).
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Μ<br />αυτός που έχει περιττές σάρκες, ο υπερβολικά [[πολύσαρκος]], [[σωματώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[περισσός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σαρκος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σάρξ]], <i>σαρκός</i>), [[πρβλ]]. [[λιπόσαρκος]], [[μικρόσαρκος]]].
}}
}}

Latest revision as of 09:29, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περισσόσαρκος Medium diacritics: περισσόσαρκος Low diacritics: περισσόσαρκος Capitals: ΠΕΡΙΣΣΟΣΑΡΚΟΣ
Transliteration A: perissósarkos Transliteration B: perissosarkos Transliteration C: perissosarkos Beta Code: perisso/sarkos

English (LSJ)

περισσόσαρκον, over-fleshy, Suid. s.v. Πρίαπος.

German (Pape)

[Seite 593] übermäßig fleischig, wohlbeleibt, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

περισσόσαρκος: -ον, ὁ ἔχων περιττὰς σάρκας, ὑπὲρ τὸ δέον πολύσαρκος, Σουΐδ. ἐν λέξ. Πρίαπος (3).

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που έχει περιττές σάρκες, ο υπερβολικά πολύσαρκος, σωματώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός + -σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. λιπόσαρκος, μικρόσαρκος].