εὔαιμος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott

Menander, Monostichoi, 490
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eyaimos
|Transliteration C=eyaimos
|Beta Code=eu)/aimos
|Beta Code=eu)/aimos
|Definition=ον, [[full-blooded]], in Comp., μόριον Gal.17(2).423, cf. 11.290.
|Definition=εὔαιμον, [[full-blooded]], in Comp., μόριον Gal.17(2).423, cf. 11.290.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[εὔαιμος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει υγιή [[σύσταση]] του αίματος, ο καλόαιμος, ο [[καλοαίματος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει πολύ [[αίμα]] («εὐαιμότερον [[μόριον]]», <b>Γαλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>αιμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αίμα]]), [[πρβλ]]. [[άναιμος]], [[ολιγόαιμος]]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[εὔαιμος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει υγιή [[σύσταση]] του αίματος, ο καλόαιμος, ο [[καλοαίματος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει πολύ [[αίμα]] («εὐαιμότερον [[μόριον]]», <b>Γαλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>αιμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αίμα]]), [[πρβλ]]. [[άναιμος]], [[ολιγόαιμος]]].
}}
}}

Latest revision as of 09:31, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔαιμος Medium diacritics: εὔαιμος Low diacritics: εύαιμος Capitals: ΕΥΑΙΜΟΣ
Transliteration A: eúaimos Transliteration B: euaimos Transliteration C: eyaimos Beta Code: eu)/aimos

English (LSJ)

εὔαιμον, full-blooded, in Comp., μόριον Gal.17(2).423, cf. 11.290.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὔαιμος, -ον)
νεοελλ.
(για πρόσ.) αυτός που έχει υγιή σύσταση του αίματος, ο καλόαιμος, ο καλοαίματος
αρχ.
αυτός που έχει πολύ αίμα («εὐαιμότερον μόριον», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -αιμος (< αίμα), πρβλ. άναιμος, ολιγόαιμος].