κυνοβλώψ: Difference between revisions Search Google

From LSJ

οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love | Tis not my nature to join in hating, but in loving (Sophocles, Antigone 523)

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kynovlops
|Transliteration C=kynovlops
|Beta Code=kunoblw/y
|Beta Code=kunoblw/y
|Definition=ῶπος, ὁ, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[with a dog's look]], Hsch.</span>
|Definition=ῶπος, ὁ, ἡ, [[with a dog's look]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κυνοβλώψ]], -ῶπος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που κοιτάζει με κυνική [[αναίδεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κυν</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βλώψ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βλέπω]], εκτεταμένη - ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας), [[πρβλ]]. <i>παρα</i>-<i>βλώψ</i>, <i>υπο</i>-<i>βλώψ</i>. Τα σύνθ. αυτά μπορεί να σχηματίστηκαν και αναλογικά με τα σύνθ. σε -<i>ωψ</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ὤψ</i>, <i>ὠπός</i> «[[μάτι]]», [[πρβλ]]. <i>γλαυκ</i>-<i>ώψ</i>].
|mltxt=[[κυνοβλώψ]], -ῶπος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που κοιτάζει με κυνική [[αναίδεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κυν</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βλώψ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βλέπω]], εκτεταμένη - ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας), [[πρβλ]]. [[παραβλώψ]], [[υποβλώψ]]. Τα σύνθ. αυτά μπορεί να σχηματίστηκαν και αναλογικά με τα σύνθ. σε -<i>ωψ</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ὤψ</i>, <i>ὠπός</i> «[[μάτι]]», [[πρβλ]]. [[γλαυκώψ]]].
}}
{{pape
|ptext=ῶπος, <i>hündisches Blickes</i>; Hesych. erkl. κύνειον ὁρῶντες.
}}
}}

Latest revision as of 09:31, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠνοβλώψ Medium diacritics: κυνοβλώψ Low diacritics: κυνοβλώψ Capitals: ΚΥΝΟΒΛΩΨ
Transliteration A: kynoblṓps Transliteration B: kynoblōps Transliteration C: kynovlops Beta Code: kunoblw/y

English (LSJ)

ῶπος, ὁ, ἡ, with a dog's look, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

κῠνοβλώψ: -ῶπος, ὁ, ἡ, ἔχων τὸ βλέμμα κυνός, «κυνοβλῶπες· κύνειον ὁρῶντες» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κυνοβλώψ, -ῶπος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που κοιτάζει με κυνική αναίδεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + -βλώψ (< βλέπω, εκτεταμένη - ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας), πρβλ. παραβλώψ, υποβλώψ. Τα σύνθ. αυτά μπορεί να σχηματίστηκαν και αναλογικά με τα σύνθ. σε -ωψ < ὤψ, ὠπός «μάτι», πρβλ. γλαυκώψ].

German (Pape)

ῶπος, hündisches Blickes; Hesych. erkl. κύνειον ὁρῶντες.