πλοϊκός: Difference between revisions
πρὶν τοὺς ἰχθῦς ἑλεῖν σὺ τὴν ἅλμην κυκᾷς → you're mixing the sauce before catching the fish | don't count your chickens before they are hatched | don't count your chickens before they hatch | first catch your hare | first catch your rabbit | first catch your rabbit and then make your stew | first catch your hare, then cook it | first catch your hare, then cook him
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ploikos | |Transliteration C=ploikos | ||
|Beta Code=ploi+ko/s | |Beta Code=ploi+ko/s | ||
|Definition= | |Definition=πλοϊκή, πλοϊκόν, = [[πλώϊμος]], Suid. [[πλόϊμος]], v. [[πλώϊμος]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[πλοϊκός]], -ή, -όν, ΝΑ [[πλόος]]/[[πλους]]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται ή χρησιμεύει στον πλου<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πλοϊκοί φανοί [ή πλοϊκά φώτα]» — φώτα που οφείλει να έχει αναμμένα σε όλη τη [[διάρκεια]] της νυκτερινής πορείας του ένα [[πλοίο]] στον πρωραίο ιστό, στην [[πρύμνη]] και στα [[πλευρά]] του, κν. φώτα της γραμμής<br /><b>αρχ.</b><br />([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «[[πλώιμος]]». | |mltxt=-ή, -ό / [[πλοϊκός]], -ή, -όν, ΝΑ [[πλόος]]/[[πλους]]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται ή χρησιμεύει στον πλου<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πλοϊκοί φανοί [ή πλοϊκά φώτα]» — φώτα που οφείλει να έχει αναμμένα σε όλη τη [[διάρκεια]] της νυκτερινής πορείας του ένα [[πλοίο]] στον πρωραίο ιστό, στην [[πρύμνη]] και στα [[πλευρά]] του, κν. φώτα της γραμμής<br /><b>αρχ.</b><br />([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «[[πλώιμος]]». | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext== [[πλόϊμος]], zweifelhaft. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:32, 25 August 2023
English (LSJ)
πλοϊκή, πλοϊκόν, = πλώϊμος, Suid. πλόϊμος, v. πλώϊμος.
Greek Monolingual
-ή, -ό / πλοϊκός, -ή, -όν, ΝΑ πλόος/πλους]
νεοελλ.
1. αυτός που αναφέρεται ή χρησιμεύει στον πλου
2. φρ. «πλοϊκοί φανοί [ή πλοϊκά φώτα]» — φώτα που οφείλει να έχει αναμμένα σε όλη τη διάρκεια της νυκτερινής πορείας του ένα πλοίο στον πρωραίο ιστό, στην πρύμνη και στα πλευρά του, κν. φώτα της γραμμής
αρχ.
(κατά το λεξ. Σούδα) «πλώιμος».
German (Pape)
= πλόϊμος, zweifelhaft.