νικήεις: Difference between revisions

From LSJ

γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετροςregion more fitting to beasts than men

Source
(6_6)
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nikieis
|Transliteration C=nikieis
|Beta Code=nikh/eis
|Beta Code=nikh/eis
|Definition=Dor. νικ-άεις [ᾱ], εσσα, εν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">conquering</b>, AP 7.428.5 (Mel.).</span>
|Definition=Dor. [[νικάεις]] [ᾱ], εσσα, εν, [[conquering]], AP 7.428.5 (Mel.).
}}
{{elru
|elrutext='''νῑκήεις:''' дор. νῑκάεις, άεσσα, ᾶεν (κᾱ) побеждающий, победоносный Anth.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νῑκήεις''': Δωρ. νικάεις, εσσα, εν, ὁ νικῶν, Ἀνθ. Π. 7. 428.
|lstext='''νῑκήεις''': Δωρ. νικάεις, εσσα, εν, ὁ νικῶν, Ἀνθ. Π. 7. 428.
}}
{{grml
|mltxt=[[νικήεις]], δωρ. τ. [[νικάεις]], -εσσα, -εν (Α)<br />αυτός που νικά ή που νίκησε, ο [[νικητής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νίκη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήεις</i> / -<i>ᾱεις</i> ([[πρβλ]]. [[φθογγήεις]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νῑκήεις:''' Δωρ. [[νικάεις]], [ᾶ], -εσσα, -εν, αυτός που νικά, [[νικητής]], σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=νῑκήεις, δοριξ [[νικάεις]], εσσα, εν [from νῑ́κη]<br />[[victorious]], Anth.
}}
}}

Latest revision as of 09:32, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νικήεις Medium diacritics: νικήεις Low diacritics: νικήεις Capitals: ΝΙΚΗΕΙΣ
Transliteration A: nikḗeis Transliteration B: nikēeis Transliteration C: nikieis Beta Code: nikh/eis

English (LSJ)

Dor. νικάεις [ᾱ], εσσα, εν, conquering, AP 7.428.5 (Mel.).

Russian (Dvoretsky)

νῑκήεις: дор. νῑκάεις, άεσσα, ᾶεν (κᾱ) побеждающий, победоносный Anth.

Greek (Liddell-Scott)

νῑκήεις: Δωρ. νικάεις, εσσα, εν, ὁ νικῶν, Ἀνθ. Π. 7. 428.

Greek Monolingual

νικήεις, δωρ. τ. νικάεις, -εσσα, -εν (Α)
αυτός που νικά ή που νίκησε, ο νικητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νίκη + κατάλ. -ήεις / -ᾱεις (πρβλ. φθογγήεις)].

Greek Monotonic

νῑκήεις: Δωρ. νικάεις, [ᾶ], -εσσα, -εν, αυτός που νικά, νικητής, σε Ανθ.

Middle Liddell

νῑκήεις, δοριξ νικάεις, εσσα, εν [from νῑ́κη]
victorious, Anth.