ἀνασχετικός: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anaschetikos
|Transliteration C=anaschetikos
|Beta Code=a)nasxetiko/s
|Beta Code=a)nasxetiko/s
|Definition=ή, όν, [[enduring]], [[patient]], Plu.2.31a.
|Definition=ἀνασχετική, ἀνασχετικόν, [[enduring]], [[patient]], Plu.2.31a.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0210.png Seite 210]] duldsam, neben [[πρᾶος]] Plut. aud. poet. 10.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0210.png Seite 210]] duldsam, neben [[πρᾶος]] Plut. aud. poet. 10.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />[[patient]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀνέχω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνασχετικός:''' [[терпеливо переносящий]], [[терпеливый]] Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνασχετικός''': -ή, -όν, ὑπομένων, ἐγκαρτερῶν, ὑπομονητικός, Πλούτ. 2. 31Α.
|lstext='''ἀνασχετικός''': -ή, -όν, ὑπομένων, ἐγκαρτερῶν, ὑπομονητικός, Πλούτ. 2. 31Α.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />patient.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνέχω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀνασχετικός]], -ή, -όν)<br />ο [[ικανός]] ή [[κατάλληλος]] να φέρει [[ανάσχεση]], [[αναχαίτιση]], [[σταμάτημα]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που εγκαρτερεί, [[υπομονητικός]].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀνασχετικός]], -ή, -όν)<br />ο [[ικανός]] ή [[κατάλληλος]] να φέρει [[ανάσχεση]], [[αναχαίτιση]], [[σταμάτημα]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που εγκαρτερεί, [[υπομονητικός]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνασχετικός:''' [[терпеливо переносящий]], [[терпеливый]] Plut.
}}
}}

Latest revision as of 09:32, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνασχετικός Medium diacritics: ἀνασχετικός Low diacritics: ανασχετικός Capitals: ΑΝΑΣΧΕΤΙΚΟΣ
Transliteration A: anaschetikós Transliteration B: anaschetikos Transliteration C: anaschetikos Beta Code: a)nasxetiko/s

English (LSJ)

ἀνασχετική, ἀνασχετικόν, enduring, patient, Plu.2.31a.

Spanish (DGE)

-ή, -όν paciente Plu.2.31a.

German (Pape)

[Seite 210] duldsam, neben πρᾶος Plut. aud. poet. 10.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
patient.
Étymologie: ἀνέχω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνασχετικός: терпеливо переносящий, терпеливый Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνασχετικός: -ή, -όν, ὑπομένων, ἐγκαρτερῶν, ὑπομονητικός, Πλούτ. 2. 31Α.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀνασχετικός, -ή, -όν)
ο ικανός ή κατάλληλος να φέρει ανάσχεση, αναχαίτιση, σταμάτημα
αρχ.
αυτός που εγκαρτερεί, υπομονητικός.