γυριστός: Difference between revisions
From LSJ
(4) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=gyristos | |Transliteration C=gyristos | ||
|Beta Code=guristo/s | |Beta Code=guristo/s | ||
|Definition=ή, όν, <span | |Definition=γυριστή, γυριστόν, [[rounded]], [[curved]], Sch.Philostr.p.579B. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Μ [[γυριστός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> [[θολωτός]]<br /><b>2.</b> [[περιστροφικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> κεκαμμένος, [[κυρτός]], [[καμπύλος]]<br /><b>2.</b> [[ελικοειδής]], [[στριφτός]]<br /><b>3.</b> «γυριστό [[κλειδί]]» — [[αγκύλιο]] αλυσίδας με άξονα που επιτρέπει την ελεύθερη [[περιστροφή]] της [[χωρίς]] να προκαλούνται συστροφές<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η γυριστή</i><br />η [[ανέμη]]<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το γυριστό</i><br />[[θολοειδής]] [[λιθοδομία]]<br /><b>6.</b> (πληθ. ουδ ως ουσ.) <i>τα γυριστά</i><br />[[είδος]] γλυκού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γυρίζω]] <span style="color: red;"><</span> [[γύρος]]. (Ο μαρτυρούμενος τ. [[γυρίζω]] [[είναι]] [[νεώτερος]])]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:33, 25 August 2023
English (LSJ)
γυριστή, γυριστόν, rounded, curved, Sch.Philostr.p.579B.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Μ γυριστός, -ή, -όν)
1. θολωτός
2. περιστροφικός
νεοελλ.
1. κεκαμμένος, κυρτός, καμπύλος
2. ελικοειδής, στριφτός
3. «γυριστό κλειδί» — αγκύλιο αλυσίδας με άξονα που επιτρέπει την ελεύθερη περιστροφή της χωρίς να προκαλούνται συστροφές
4. το θηλ. ως ουσ. η γυριστή
η ανέμη
5. το ουδ. ως ουσ. το γυριστό
θολοειδής λιθοδομία
6. (πληθ. ουδ ως ουσ.) τα γυριστά
είδος γλυκού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυρίζω < γύρος. (Ο μαρτυρούμενος τ. γυρίζω είναι νεώτερος)].