παλίλληπτος: Difference between revisions

From LSJ

Λιμὴν νεὼς ὅρμος, βίου δ' ἀλυπία → Des Lebens Ankerplatz und Port ist Seelenruh → Λιμὴν πλοίου μέν, ἀλυπία δ' ὅρμος βίου

Menander, Monostichoi, 318
(6_16)
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=palilliptos
|Transliteration C=palilliptos
|Beta Code=pali/llhptos
|Beta Code=pali/llhptos
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> gloss on [[παλινάγρετος]], Hsch.</span>
|Definition=gloss on [[παλινάγρετος]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πᾰλίλληπτος''': -ον, εἰς [[τοὐπίσω]] [[ληπτός]], ὃν δύναταί τι νὰ ἀνακαλέσῃ, Ἡσύχ. ἐν λ. [[παλινάγρετος]].
|lstext='''πᾰλίλληπτος''': -ον, εἰς [[τοὐπίσω]] [[ληπτός]], ὃν δύναταί τι νὰ ἀνακαλέσῃ, Ἡσύχ. ἐν λ. [[παλινάγρετος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[παλίλληπτος]], -ον (Α)<br />αυτός τον οποίο μπορεί [[κάποιος]] να ανακαλέσει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> [[ληπτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[λαμβάνω]])].
}}
}}

Latest revision as of 09:33, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλίλληπτος Medium diacritics: παλίλληπτος Low diacritics: παλίλληπτος Capitals: ΠΑΛΙΛΛΗΠΤΟΣ
Transliteration A: palíllēptos Transliteration B: palillēptos Transliteration C: palilliptos Beta Code: pali/llhptos

English (LSJ)

gloss on παλινάγρετος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 448] wieder zurückgenommen, VLL. Erkl. von παλινάγρετος.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλίλληπτος: -ον, εἰς τοὐπίσω ληπτός, ὃν δύναταί τι νὰ ἀνακαλέσῃ, Ἡσύχ. ἐν λ. παλινάγρετος.

Greek Monolingual

παλίλληπτος, -ον (Α)
αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να ανακαλέσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + ληπτός (< λαμβάνω)].