γέμισμα: Difference between revisions

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
(8)
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=gemisma
|Transliteration C=gemisma
|Beta Code=ge/misma
|Beta Code=ge/misma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> gloss on [[γέμος]], Hsch.</span>
|Definition=-ατος, τό, gloss on [[γέμος]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 09:33, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γέμισμα Medium diacritics: γέμισμα Low diacritics: γέμισμα Capitals: ΓΕΜΙΣΜΑ
Transliteration A: gémisma Transliteration B: gemisma Transliteration C: gemisma Beta Code: ge/misma

English (LSJ)

-ατος, τό, gloss on γέμος, Hsch.

Spanish (DGE)

-ματος, τό carga, fardo Hsch.s.u. γέμος.

Greek Monolingual

το (Μ γέμισμα) γεμίζω
νεοελλ.
1. το να γεμίζει κανείς κάτι με κάτι άλλο
2. το υλικό με το οποίο γεμίζει κανείς κάτι
3. φρ. «το γέμισμα του φεγγαριού» — η γέμιση του φεγγαριού
4. στρατ. η ποσότητα της πυρίτιδας ή άλλης εκρηκτικής ύλης που είναι απαραίτητη για την εκτόξευση του βλήματος από το πυροβόλο
μσν.
1. η πληρότητα
2. το σύνολο.