ῥιπίδιον: Difference between revisions
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Satius mori quam calamitose vivere → DerTod ist besser als ein Leben in der Not
mNo edit summary |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ripidion | |Transliteration C=ripidion | ||
|Beta Code=r(ipi/dion | |Beta Code=r(ipi/dion | ||
|Definition=τό, Dim. of [[ῥιπίς]], [[small bellows]], Hdn.Epim.118. | |Definition=τό, ''Dim. of'' [[ῥιπίς]], [[small bellows]], Hdn.Epim.118. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 09:35, 25 August 2023
English (LSJ)
τό, Dim. of ῥιπίς, small bellows, Hdn.Epim.118.
German (Pape)
[Seite 844] τό, dim. von ῥιπίς, kleiner Fächer, Schol. Ar. Ach. 669.
Greek Monolingual
το / ῥιπίδιον, ΝΜΑ ῥιπίς, ῥιπίδος
βεντάλια από ψαθί, ύφασμα, χαρτί ή φτερά πουλιών για δροσισμό του προσώπου
νεοελλ.
1. βοτ. τύπος κυματώδους ταξιανθίας
2. ναυτ. στον πληθ. τα ριπίδια
οι πρώτοι νομείς προς την πλώρη ξύλινου πλοίου, που μαζί με τους παραστάτες αποτελούν την κυρίως λεγόμενη πλώρη
3. φρ. α) «αλλουβιακό ριπίδιο»
(γεωμορφ.) ιζηματογενής σχηματισμός που δημιουργείται στο στόμιο φαραγγιού ή κοιλάδας, όπου τα νερά τών ποταμών και τών ρευμάτων δεν υπόκεινται σε πλευρικές πιέσεις και μπορούν να διασπείρουν το φορτίο τών ιζημάτων που μεταφέρουν σε σχήμα ριπιδίου
β) «βραχώδες ριπίδιο»
(γεωμορφ.) ριπιδοειδούς σχήματος επιφάνεια του υποβάθρου που απαντά στις υπώρειες ενός όρους
γ) «υποθαλάσσιο ριπίδιο»
γεωλ. συσσώρευση χερσογενούς ιζήματος στον πυθμένα βαθιών θαλασσών