λαθροπόδης: Difference between revisions
Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lathropodis | |Transliteration C=lathropodis | ||
|Beta Code=laqropo/dhs | |Beta Code=laqropo/dhs | ||
|Definition= | |Definition=λαθροπόδου, ὁ, [[stealthy-paced]], AP 9.409 (Antiphan.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 09:36, 25 August 2023
English (LSJ)
λαθροπόδου, ὁ, stealthy-paced, AP 9.409 (Antiphan.).
German (Pape)
[Seite 6] oder λαθρόπους, -ποδος, heimlich gehend. schleichend, λαθροπόδας τόκους, Antiphan. ep. 3 (IX, 409), von den Zinsen, die allmälig das ganze Vermögen verzehren.
French (Bailly abrégé)
(ὁ, ἡ)
qui s'avance secrètement ou insensiblement.
Étymologie: λάθρᾳ, πούς.
Russian (Dvoretsky)
λαθροπόδης: или λαθρό-πους, ποδος adj. (только acc. pl. λαθροπόδας) тайно подкрадывающийся, вороватый, т. е. незаметно разоряющий (должников) (τόκοι Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
λαθροπόδης: -ου, ὁ, ὁ κρυφίως περιπατῶν, ἕρπων, Ἀνθ. Π. 9. 409.
Greek Monolingual
λαθροπόδης, ὁ (Α)
αυτός που περπατά χωρίς να γίνεται αντιληπτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρ(ο)- + -πόδης (< πους, ποδός), πρβλ. αιγοπόδης].
Greek Monotonic
λαθροπόδης: -ου, ὁ (ποῦς), αυτός που περπατάει στα κρυφά, που έρπει, σε Ανθ.