περιπατητής: Difference between revisions

From LSJ

πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions

Source
(6_19)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=peripatitis
|Transliteration C=peripatitis
|Beta Code=peripathth/s
|Beta Code=peripathth/s
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">one who walks about</b>, Gloss.</span>
|Definition=περιπατητοῦ, ὁ, [[one who walks about]], ''Glossaria''.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περιπᾰτητής''': -οῦ, ὁ, ὁ περιπατῶν, περιφερόμενος, Γλωσσ.
|lstext='''περιπᾰτητής''': -οῦ, ὁ, ὁ περιπατῶν, περιφερόμενος, Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜ και [[περπατητής]], θηλ. περιπατήτρια, Ν [[περιπατώ]] / [[περπατώ]]<br />αυτός που κάνει περίπατο για [[ξεκούραση]] και [[αναψυχή]].
}}
}}

Latest revision as of 09:36, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιπᾰτητής Medium diacritics: περιπατητής Low diacritics: περιπατητής Capitals: ΠΕΡΙΠΑΤΗΤΗΣ
Transliteration A: peripatētḗs Transliteration B: peripatētēs Transliteration C: peripatitis Beta Code: peripathth/s

English (LSJ)

περιπατητοῦ, ὁ, one who walks about, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 586] ὁ, der Herumgehende, der Spaziergänger (?).

Greek (Liddell-Scott)

περιπᾰτητής: -οῦ, ὁ, ὁ περιπατῶν, περιφερόμενος, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ο, ΝΜ και περπατητής, θηλ. περιπατήτρια, Ν περιπατώ / περπατώ
αυτός που κάνει περίπατο για ξεκούραση και αναψυχή.