ῥύσκομαι: Difference between revisions
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
(6_3) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ryskomai | |Transliteration C=ryskomai | ||
|Beta Code=r(u/skomai | |Beta Code=r(u/skomai | ||
|Definition= | |Definition=v. [[ρύω]] (B). ῥυσμός, ῥυσμόω, v. [[ῥυθμός, ῥυθμόω]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥύσκομαι''': [[τύπος]] [[ἰσοδύναμος]] τῷ [[ῥύομαι]]· ῥύσκευ, Ἐπικ. β΄ ἐνικ. παρατ., ὅς τὲ μιν αὐτὴν ῥύσκευ Ἰλ. Ω. 730. | |lstext='''ῥύσκομαι''': [[τύπος]] [[ἰσοδύναμος]] τῷ [[ῥύομαι]]· ῥύσκευ, Ἐπικ. β΄ ἐνικ. παρατ., ὅς τὲ μιν αὐτὴν ῥύσκευ Ἰλ. Ω. 730. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br />παρλλ. τ. του [[ῥύομαι]] («ὅς τέ μιν αὐτὴν ῥύσκεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ῥῡ</i>- του [[ἐρύω]] (ΙΙ) «[[προστατεύω]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>σκω</i> / -<i>σκομαι</i> ([[πρβλ]]. [[βιώσκομαι]])]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ῥύσκομαι:''' = [[ῥύομαι]]· <i>ῥύσκευ</i>, Επικ. βʹ ενικ. παρατ., σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ῥύσκομαι]], = [[ῥύομαι]]; ῥύσκευ, epic 2nd sg. imperf., Il.] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:38, 25 August 2023
English (LSJ)
v. ρύω (B). ῥυσμός, ῥυσμόω, v. ῥυθμός, ῥυθμόω.
German (Pape)
[Seite 853] Nebenform von ῥύομαι, ἦ γὰρ ὄλωλας ἐπίσκοπος, ὅς τέ μιν αὐτὴν ῥύσκευ Il. 24, 729.
Greek (Liddell-Scott)
ῥύσκομαι: τύπος ἰσοδύναμος τῷ ῥύομαι· ῥύσκευ, Ἐπικ. β΄ ἐνικ. παρατ., ὅς τὲ μιν αὐτὴν ῥύσκευ Ἰλ. Ω. 730.
Greek Monolingual
Α
παρλλ. τ. του ῥύομαι («ὅς τέ μιν αὐτὴν ῥύσκεν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥῡ- του ἐρύω (ΙΙ) «προστατεύω» + επίθημα -σκω / -σκομαι (πρβλ. βιώσκομαι)].
Greek Monotonic
ῥύσκομαι: = ῥύομαι· ῥύσκευ, Επικ. βʹ ενικ. παρατ., σε Ομήρ. Ιλ.