κατεπάλμενος: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1396.png Seite 1396]] part. aor. II. zu [[κατεφάλλομαι]], Il. 11, 94.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1396.png Seite 1396]] part. aor. II. zu [[κατεφάλλομαι]], Il. 11, 94.
}}
{{bailly
|btext=v. [[κατεφάλλομαι]].
}}
{{elnl
|elnltext=κατεπάλμενος ep. ptc. aor. van κατεφάλλομαι.
}}
{{elru
|elrutext='''κατεπάλμενος:''' эп. part. aor. 2 к [[κατεφάλλομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κατεπάλμενος''': ἴδε [[κατεφάλλομαι]]·- ἀλλὰ κατέπαλτο, ἴδε ἐν λέξ. καταπάλλω.
|lstext='''κατεπάλμενος''': ἴδε [[κατεφάλλομαι]]·- ἀλλὰ κατέπαλτο, ἴδε ἐν λέξ. καταπάλλω.
}}
{{bailly
|btext=v. [[κατεφάλλομαι]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατεπάλμενος:''' βλ. κατ-[[εφάλλομαι]]· [[αλλά]] αντί [[κατέπαλτο]], βλ. [[καταπάλλω]].
|lsmtext='''κατεπάλμενος:''' βλ. κατ-[[εφάλλομαι]]· [[αλλά]] αντί [[κατέπαλτο]], βλ. [[καταπάλλω]].
}}
{{elru
|elrutext='''κατεπάλμενος:''' эп. part. aor. 2 к [[κατεφάλλομαι]].
}}
{{elnl
|elnltext=κατεπάλμενος ep. ptc. aor. van κατεφάλλομαι.
}}
}}

Latest revision as of 09:38, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατεπάλμενος Medium diacritics: κατεπάλμενος Low diacritics: κατεπάλμενος Capitals: ΚΑΤΕΠΑΛΜΕΝΟΣ
Transliteration A: katepálmenos Transliteration B: katepalmenos Transliteration C: katepalmenos Beta Code: katepa/lmenos

English (LSJ)

κατέπ-αλτο, v. καταπάλλομαι, κατεφάλλομαι.

German (Pape)

[Seite 1396] part. aor. II. zu κατεφάλλομαι, Il. 11, 94.

French (Bailly abrégé)

v. κατεφάλλομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατεπάλμενος ep. ptc. aor. van κατεφάλλομαι.

Russian (Dvoretsky)

κατεπάλμενος: эп. part. aor. 2 к κατεφάλλομαι.

Greek (Liddell-Scott)

κατεπάλμενος: ἴδε κατεφάλλομαι·- ἀλλὰ κατέπαλτο, ἴδε ἐν λέξ. καταπάλλω.

English (Autenrieth)

see κατεφάλλομαι.

Greek Monotonic

κατεπάλμενος: βλ. κατ-εφάλλομαι· αλλά αντί κατέπαλτο, βλ. καταπάλλω.