ῥόμμα: Difference between revisions
From LSJ
ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)
(36) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=romma | |Transliteration C=romma | ||
|Beta Code=r(o/mma | |Beta Code=r(o/mma | ||
|Definition=ατος, τό | |Definition=-ατος, τό, ([[ῥόφω]]) = [[ῥόφημα]], Hp. ap. Gal.19.135. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τὸ, Α<br />το [[ῥόφημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για συνεπτυγμένο τ. του [[ῥόφημα]] ( | |mltxt=τὸ, Α<br />το [[ῥόφημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για συνεπτυγμένο τ. του [[ῥόφημα]] (> <i>ῥόφμα</i> > [[ρόμμα]]). Το ρ. [[ῥόφω]] που παραδίδει το <i>Μέγα Ετυμολογικόν</i> [[είναι]] [[μάλλον]] [[επινόηση]] τών γραμματικών, προκειμένου να δικαιολογήσουν τα [[ῥόμμα]], [[ῥοπτός]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:39, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό, (ῥόφω) = ῥόφημα, Hp. ap. Gal.19.135.
German (Pape)
[Seite 848] τό, = ῥόφημα, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
ῥόμμα: τό, (ῥοφέω) = ῥόφημα, Γαλην. Λεξ. Ἱππ. 554.
Greek Monolingual
τὸ, Α
το ῥόφημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για συνεπτυγμένο τ. του ῥόφημα (> ῥόφμα > ρόμμα). Το ρ. ῥόφω που παραδίδει το Μέγα Ετυμολογικόν είναι μάλλον επινόηση τών γραμματικών, προκειμένου να δικαιολογήσουν τα ῥόμμα, ῥοπτός.