ἰσουργός: Difference between revisions

From LSJ

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
(a)
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=isourgos
|Transliteration C=isourgos
|Beta Code=i)sourgo/s
|Beta Code=i)sourgo/s
|Definition=όν, (ἔργον) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">doing like things</b>, Phot.</span>
|Definition=ἰσουργόν, ([[ἔργον]]) [[doing like things]], Phot.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1268.png Seite 1268]] gleichthuend, VLL. u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1268.png Seite 1268]] gleichthuend, VLL. u. Sp.
}}
{{ls
|lstext='''ἰσουργός''': όν (*[[ἔργω]]) ὁ ἐργαζόμενος ὅμοια πράγματα, ἔχων ὁμοίαν δύναμιν, Δίδ. Ἀλ. 804C, Κύριλλ. Ἀλ. Ι. 165Β, Χ. 17C. ― οὐσιαστ. ἰσουργία, ἡ, Κυρίλλου ἅπαντα τόμ. 1, σ. 361C.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἰσουργός]], -όν (Α)<br />αυτός που εργάζεται [[εξίσου]], [[κατά]] παρόμοιο τρόπο με κάποιον [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>εργον</i>), [[πρβλ]]. [[βαναυσουργός]], [[θερμουργός]]].
}}
}}

Latest revision as of 09:41, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσουργός Medium diacritics: ἰσουργός Low diacritics: ισουργός Capitals: ΙΣΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: isourgós Transliteration B: isourgos Transliteration C: isourgos Beta Code: i)sourgo/s

English (LSJ)

ἰσουργόν, (ἔργον) doing like things, Phot.

German (Pape)

[Seite 1268] gleichthuend, VLL. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσουργός: όν (*ἔργω) ὁ ἐργαζόμενος ὅμοια πράγματα, ἔχων ὁμοίαν δύναμιν, Δίδ. Ἀλ. 804C, Κύριλλ. Ἀλ. Ι. 165Β, Χ. 17C. ― οὐσιαστ. ἰσουργία, ἡ, Κυρίλλου ἅπαντα τόμ. 1, σ. 361C.

Greek Monolingual

ἰσουργός, -όν (Α)
αυτός που εργάζεται εξίσου, κατά παρόμοιο τρόπο με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -ουργός (< εργον), πρβλ. βαναυσουργός, θερμουργός].