καλότροπος: Difference between revisions

From LSJ

τί νυ τόξον ἔχεις ἀνεμώλιον αὔτως → why bear your bow in vain, why bear thy bow in vain

Source
(6_19)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kalotropos
|Transliteration C=kalotropos
|Beta Code=kalo/tropos
|Beta Code=kalo/tropos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">well-mannered</b>, Gloss.</span>
|Definition=καλότροπον, [[well-mannered]], ''Glossaria''.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καλότροπος''': -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ καλοὺς ἔχων τρόπους, Ἰω. Διάκονος ἐν Bandini Anecd. 91.
|lstext='''καλότροπος''': -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ καλοὺς ἔχων τρόπους, Ἰω. Διάκονος ἐν Bandini Anecd. 91.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[καλότροπος]], -ον)<br />αυτός που έχει καλούς, ευγενείς τρόπους, που φέρεται καλά, [[ευπροσήγορος]], [[καταδεκτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τροπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρόπος]]), [[πρβλ]]. [[ιδιότροπος]], [[ποικιλότροπος]]].
}}
}}

Latest revision as of 09:43, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλότροπος Medium diacritics: καλότροπος Low diacritics: καλότροπος Capitals: ΚΑΛΟΤΡΟΠΟΣ
Transliteration A: kalótropos Transliteration B: kalotropos Transliteration C: kalotropos Beta Code: kalo/tropos

English (LSJ)

καλότροπον, well-mannered, Glossaria.

Greek (Liddell-Scott)

καλότροπος: -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ καλοὺς ἔχων τρόπους, Ἰω. Διάκονος ἐν Bandini Anecd. 91.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM καλότροπος, -ον)
αυτός που έχει καλούς, ευγενείς τρόπους, που φέρεται καλά, ευπροσήγορος, καταδεκτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- + -τροπος (< τρόπος), πρβλ. ιδιότροπος, ποικιλότροπος].