πατρορραίστης: Difference between revisions
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=patrorraistis | |Transliteration C=patrorraistis | ||
|Beta Code=patrorrai/sths | |Beta Code=patrorrai/sths | ||
|Definition= | |Definition=πατρορραίστου, ὁ, [[parricide]], Suid. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 09:45, 25 August 2023
English (LSJ)
πατρορραίστου, ὁ, parricide, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
πατρορραίστης: -ου, ὁ, ὁ πατροκτόνος. - Κατὰ τὸν Σουΐδ.: «ὁ τὸν πατέρα τύπτων».
Greek Monolingual
ὁ, Α
(κατά το λεξ. Σούδα) ο πατροκτόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + -ρραίστης (< ῥαίω «συντρίβω»), πρβλ. λυκορραίστης].
German (Pape)
ὁ, Vatermörder, Suid.