κασσιτερουργός: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kassiterourgos
|Transliteration C=kassiterourgos
|Beta Code=kassiterourgo/s
|Beta Code=kassiterourgo/s
|Definition=ὁ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[tinker]], Gloss.</span>
|Definition=ὁ, [[tinker]], ''Glossaria''.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[κασσιτερουργός]])<br />αυτός που εργάζεται τον κασσίτερο, που κατασκευάζει διάφορα σκεύη και αντικείμενα από κασσίτερο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κασσίτερος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ερι</i>-<i>ουργός</i>, <i>ξυλ</i>-<i>ουργός</i>].
|mltxt=ο (Α [[κασσιτερουργός]])<br />αυτός που εργάζεται τον κασσίτερο, που κατασκευάζει διάφορα σκεύη και αντικείμενα από κασσίτερο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κασσίτερος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), [[πρβλ]]. [[εριουργός]], [[ξυλουργός]]].
}}
}}

Latest revision as of 09:48, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κασσῐτερουργός Medium diacritics: κασσιτερουργός Low diacritics: κασσιτερουργός Capitals: ΚΑΣΣΙΤΕΡΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: kassiterourgós Transliteration B: kassiterourgos Transliteration C: kassiterourgos Beta Code: kassiterourgo/s

English (LSJ)

ὁ, tinker, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 1333] ὁ, der Zinnarbeiter?

Greek (Liddell-Scott)

κασσῐτερουργός: ὁ, (*ἔργω) ὁ ἐργαζόμενος τὸν κασσίτερον, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ο (Α κασσιτερουργός)
αυτός που εργάζεται τον κασσίτερο, που κατασκευάζει διάφορα σκεύη και αντικείμενα από κασσίτερο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κασσίτερος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. εριουργός, ξυλουργός].