συντονάριος: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=syntonarios
|Transliteration C=syntonarios
|Beta Code=suntona/rios
|Beta Code=suntona/rios
|Definition=[[pedicularius]], Gloss.
|Definition=[[pedicularius]], ''Glossaria''.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, ΜΑ<br /><b>1.</b> [[φθειρικός]]<br /><b>2.</b> <b>πιθ.</b> αυτός που έδινε ρυθμό στους μουσικούς χτυπώντας το [[πόδι]] του στο [[έδαφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σύντονος]] «[[έντονος]], [[σύμφωνος]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[άριος]] (<span style="color: red;"><</span> λατ. -<i>arius</i>), <b>πρβλ.</b> <i>νομικ</i>-[[άριος]]].
|mltxt=ὁ, ΜΑ<br /><b>1.</b> [[φθειρικός]]<br /><b>2.</b> <b>πιθ.</b> αυτός που έδινε ρυθμό στους μουσικούς χτυπώντας το [[πόδι]] του στο [[έδαφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σύντονος]] «[[έντονος]], [[σύμφωνος]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[άριος]] (<span style="color: red;"><</span> λατ. -<i>arius</i>), [[πρβλ]]. [[νομικάριος]]].
}}
}}

Latest revision as of 09:48, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντονάριος Medium diacritics: συντονάριος Low diacritics: συντονάριος Capitals: ΣΥΝΤΟΝΑΡΙΟΣ
Transliteration A: syntonários Transliteration B: syntonarios Transliteration C: syntonarios Beta Code: suntona/rios

English (LSJ)

pedicularius, Glossaria.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
1. φθειρικός
2. πιθ. αυτός που έδινε ρυθμό στους μουσικούς χτυπώντας το πόδι του στο έδαφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύντονος «έντονος, σύμφωνος» + κατάλ. -άριος (< λατ. -arius), πρβλ. νομικάριος].