λιτρασμός: Difference between revisions

From LSJ

ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)

Source
(23)
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=litrasmos
|Transliteration C=litrasmos
|Beta Code=litrasmo/s
|Beta Code=litrasmo/s
|Definition== <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">libratio</b>, Gloss.</span>
|Definition== [[libratio]], ''Glossaria''.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λιτρασμός]], ὁ (Α)<br />η [[ισορροπία]] που επιτυγχάνεται [[κατά]] το [[ζύγισμα]], [[ισοσταθμία]], [[ισορρόπηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λιτρίζω]], με [[επίδραση]] τών παραγώγων σε -[[ασμός]]].
|mltxt=[[λιτρασμός]], ὁ (Α)<br />η [[ισορροπία]] που επιτυγχάνεται [[κατά]] το [[ζύγισμα]], [[ισοσταθμία]], [[ισορρόπηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λιτρίζω]], με [[επίδραση]] τών παραγώγων σε -[[ασμός]]].
}}
}}

Latest revision as of 09:49, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λιτρασμός Medium diacritics: λιτρασμός Low diacritics: λιτρασμός Capitals: ΛΙΤΡΑΣΜΟΣ
Transliteration A: litrasmós Transliteration B: litrasmos Transliteration C: litrasmos Beta Code: litrasmo/s

English (LSJ)

= libratio, Glossaria.

Greek Monolingual

λιτρασμός, ὁ (Α)
η ισορροπία που επιτυγχάνεται κατά το ζύγισμα, ισοσταθμία, ισορρόπηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιτρίζω, με επίδραση τών παραγώγων σε -ασμός].