πιθήσας: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πιθήσας:''' όπως αν προερχόταν από το <i>[[πιθέω]]</i>, μτχ. αορ. αʹ του [[πείθω]].
|lsmtext='''πιθήσας:''' όπως αν προερχόταν από το <i>[[πιθέω]]</i>, μτχ. αορ. αʹ του [[πείθω]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πιθήσας ptc. aor. act. van πείθω.
|elnltext=πιθήσας ptc. aor. act. van πείθω.
}}
}}

Latest revision as of 09:49, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πιθήσας Medium diacritics: πιθήσας Low diacritics: πιθήσας Capitals: ΠΙΘΗΣΑΣ
Transliteration A: pithḗsas Transliteration B: pithēsas Transliteration C: pithisas Beta Code: piqh/sas

English (LSJ)

v. πείθω. πῖθι, v. πίνω.

Russian (Dvoretsky)

πῐθήσας: эп. part. aor. к πείθω.

Greek (Liddell-Scott)

πιθήσας: ὡς εἰ ἐκ ῥήματος πιθέω, ἴδε ἐν λέξ. πείθω.

Greek Monotonic

πιθήσας: όπως αν προερχόταν από το πιθέω, μτχ. αορ. αʹ του πείθω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πιθήσας ptc. aor. act. van πείθω.