ταραξίας: Difference between revisions
From LSJ
Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=taraksias | |Transliteration C=taraksias | ||
|Beta Code=taraci/as | |Beta Code=taraci/as | ||
|Definition=ου, ὁ, = [[ταράκτης]], Suid. | |Definition=-ου, ὁ, = [[ταράκτης]], Suid. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 09:50, 25 August 2023
English (LSJ)
-ου, ὁ, = ταράκτης, Suid.
German (Pape)
[Seite 1070] ὁ, = ταράκτης, Suid. v. Σεβῆρος.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰραξίας: -ου, ὁ, ταράκτης, Σουΐδ.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
άτομο που προκαλεί αναστάτωση, αναταραχή, ο ταραχοποιός
νεοελλ.
συνεκδ. άτομο που κάνει αταξίες, φασαρίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τάραξις + επίθημα -ίας (πρβλ. έγκληματίας)].