ὁμολογητής: Difference between revisions

From LSJ

Τύχη τέχνην ὤρθωσεν, οὐ τέχνη τύχην → Artem fortuna, non ars fortunam erigit → Das Glück erhöht die Kunst und nicht die Kunst das Glück

Menander, Monostichoi, 495
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=omologitis
|Transliteration C=omologitis
|Beta Code=o(mologhth/s
|Beta Code=o(mologhth/s
|Definition=<span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[sponsor]], Gloss.</span>
|Definition=[[sponsor]], ''Glossaria''.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[ὁμολογητής]], θηλ. ὁμολογήτρια) [[ομολογώ]]<br /><b>1.</b> [[χριστιανός]] που ομολόγησε την [[πίστη]] του με [[παρρησία]] και καταδιώχθηκε γι' αυτήν, [[αλλά]] δεν υπέστη μαρτυρικό θάνατο («[[μνήμη]] τοῡ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν καὶ ὁμολογητοῡ Θεοδώρου», Μηναί.)<br /><b>2.</b> [[ορθόδοξος]] [[χριστιανός]] που καταδιώχθηκε από αιρετικούς || (μσν.-αρχ.) αυτός που υποσχέθηκε [[κάτι]].
|mltxt=ο (ΑΜ [[ὁμολογητής]], θηλ. ὁμολογήτρια) [[ομολογώ]]<br /><b>1.</b> [[χριστιανός]] που ομολόγησε την [[πίστη]] του με [[παρρησία]] και καταδιώχθηκε γι' αυτήν, [[αλλά]] δεν υπέστη μαρτυρικό θάνατο («[[μνήμη]] τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν καὶ ὁμολογητοῦ Θεοδώρου», Μηναί.)<br /><b>2.</b> [[ορθόδοξος]] [[χριστιανός]] που καταδιώχθηκε από αιρετικούς || (μσν.-αρχ.) αυτός που υποσχέθηκε [[κάτι]].
}}
}}

Latest revision as of 09:50, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμολογητής Medium diacritics: ὁμολογητής Low diacritics: ομολογητής Capitals: ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ
Transliteration A: homologētḗs Transliteration B: homologētēs Transliteration C: omologitis Beta Code: o(mologhth/s

English (LSJ)

sponsor, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 338] der Zugestehende, auch der Etwas verspricht, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμολογητής: -οῦ, ὁ, ὡς καὶ νῦν, Χριστιανὸς καταδιωχθείς, δαρεὶς καὶ φυλακισθεὶς ὑπὲρ τῆς πίστεως, ἀλλὰ μὴ ὑποστὰς μαρτυρικὸν θάνατον, Κλήμ. Ἀλ. Ι, 1293Α, Διον. Ἀλεξ. 1293Β, Πέτρ. Ἀλεξ. 505Β. ― Ἡ λέξις λέγεται καὶ ἐπὶ ὀρθοδόξων Χριστιανῶν ὑποστάντων διωγμὸν ὑπὸ αἱρετικῶν, Ὡρολόγ. τὸ Μέγα τοῦ μηνὸς Ἰανουαρίου (21) καὶ Μαρτίου (12). ― Θηλ. ὁμολογήτρια, Ἐπιφάν. ΙΙ, 192Β, Παλλαδ. Λαυσ. 1250Α.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ὁμολογητής, θηλ. ὁμολογήτρια) ομολογώ
1. χριστιανός που ομολόγησε την πίστη του με παρρησία και καταδιώχθηκε γι' αυτήν, αλλά δεν υπέστη μαρτυρικό θάνατο («μνήμη τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν καὶ ὁμολογητοῦ Θεοδώρου», Μηναί.)
2. ορθόδοξος χριστιανός που καταδιώχθηκε από αιρετικούς