ἀρμενίζω: Difference between revisions
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
(6) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=armenizo | |Transliteration C=armenizo | ||
|Beta Code=a)rmeni/zw | |Beta Code=a)rmeni/zw | ||
|Definition=< | |Definition=[[sail]], ''Glossaria''. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=náut. [[largar velas]], [[hacerse a la mar]] πλοῖον <i>Cyran</i>.1.13.12, 3.6.3, <i>Phys</i>.A 121.2<br /><b class="num">•</b>[[navegar]] (ὁ πρίων) ὑψοῖ τὰς πτέρυγας [[αὑτοῦ]], καὶ ἀρμενίζει <i>Phys</i>.A 121.3, cf. <i>Gloss</i>.2.245. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀρμενίζω''': μέλλ. ίσω, ὡς καὶ νῦν, [[πλέω]], Γλωσσ. | |lstext='''ἀρμενίζω''': μέλλ. ίσω, ὡς καὶ νῦν, [[πλέω]], Γλωσσ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[ἀρμενίζω]])<br />[[ταξιδεύω]] στη [[θάλασσα]] (για τα ιστιοφόρα και τους επιβάτες τους)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αποπλέω]], [[ξεκινώ]]<br /><b>2.</b> [[κάνω]] ώστε ν' αποπλεύσει το [[πλοίο]], του [[φουσκώνω]] τα πανιά<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «αρμενίζει καλά» — έχει ρυθμίσει καλά τη ζωή του<br /><b>2.</b> «που αρμενίζει ο [[νους]] σου;» — γι' αυτόν που ονειροπολεί<br /><b>3.</b> «έχετε [[γεια]], γειτόνισσες, κι εγώ ψηλ' [[αρμενίζω]]» — ειρωνικά για τον αλαζόνα. | |mltxt=(AM [[ἀρμενίζω]])<br />[[ταξιδεύω]] στη [[θάλασσα]] (για τα ιστιοφόρα και τους επιβάτες τους)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αποπλέω]], [[ξεκινώ]]<br /><b>2.</b> [[κάνω]] ώστε ν' αποπλεύσει το [[πλοίο]], του [[φουσκώνω]] τα πανιά<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «αρμενίζει καλά» — έχει ρυθμίσει καλά τη ζωή του<br /><b>2.</b> «που αρμενίζει ο [[νους]] σου;» — γι' αυτόν που ονειροπολεί<br /><b>3.</b> «έχετε [[γεια]], γειτόνισσες, κι εγώ ψηλ' [[αρμενίζω]]» — ειρωνικά για τον αλαζόνα. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:51, 25 August 2023
English (LSJ)
sail, Glossaria.
Spanish (DGE)
náut. largar velas, hacerse a la mar πλοῖον Cyran.1.13.12, 3.6.3, Phys.A 121.2
•navegar (ὁ πρίων) ὑψοῖ τὰς πτέρυγας αὑτοῦ, καὶ ἀρμενίζει Phys.A 121.3, cf. Gloss.2.245.
German (Pape)
[Seite 355] segeln?
Greek (Liddell-Scott)
ἀρμενίζω: μέλλ. ίσω, ὡς καὶ νῦν, πλέω, Γλωσσ.
Greek Monolingual
(AM ἀρμενίζω)
ταξιδεύω στη θάλασσα (για τα ιστιοφόρα και τους επιβάτες τους)
μσν.- νεοελλ.
1. αποπλέω, ξεκινώ
2. κάνω ώστε ν' αποπλεύσει το πλοίο, του φουσκώνω τα πανιά
νεοελλ.
φρ.
1. «αρμενίζει καλά» — έχει ρυθμίσει καλά τη ζωή του
2. «που αρμενίζει ο νους σου;» — γι' αυτόν που ονειροπολεί
3. «έχετε γεια, γειτόνισσες, κι εγώ ψηλ' αρμενίζω» — ειρωνικά για τον αλαζόνα.