πλαγά: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
(sl1)
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=plaga
|Transliteration C=plaga
|Beta Code=plaga/
|Beta Code=plaga/
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[πληγή]].</span>
|Definition=v. [[πληγή]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>πλᾱγά</b> (-αί, -ᾶν, -αῖς.)<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b>[[blow]] ὑπὸ στερεῷ πυρὶ πλαγαῖς τε σιδάρου (O. 10.37) ναῦν τέλεσαν ἃν πλαγαὶ σιδάρου (P. 4.246) of [[boxing]], καματωδέων δὲ πλαγᾶν [[ἄκος]] ὑγιηρὸν ἐν βαθυπεδίῳ Νεμέᾳ τὸ καλλίνικον φέρει (N. 3.17) [[αἰνέω]] καὶ Πυθέαν ἐν γυιοδάμαις Φυλακίδᾳ πλαγᾶν δρόμον εὐθυπορῆσαι (I. 5.60)
|sltr=<b>πλᾱγά</b> (-αί, -ᾶν, -αῖς.) [[blow]] ὑπὸ στερεῷ πυρὶ πλαγαῖς τε σιδάρου (O. 10.37) ναῦν τέλεσαν ἃν πλαγαὶ σιδάρου (P. 4.246) of [[boxing]], καματωδέων δὲ πλαγᾶν [[ἄκος]] ὑγιηρὸν ἐν βαθυπεδίῳ Νεμέᾳ τὸ καλλίνικον φέρει (N. 3.17) [[αἰνέω]] καὶ Πυθέαν ἐν γυιοδάμαις Φυλακίδᾳ πλαγᾶν δρόμον εὐθυπορῆσαι (I. 5.60)
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br />(<b>δωρ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[πληγή]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πλᾱγά:''' Δωρ. αντί [[πληγή]].
}}
{{elru
|elrutext='''πλᾱγά:''' ἡ дор. = [[πληγή]].
}}
{{elnl
|elnltext=πλᾱγᾱ́ -ᾱ́ς, ἡ Dor. voor πληγή.
}}
}}

Latest revision as of 09:55, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλαγά Medium diacritics: πλαγά Low diacritics: πλαγά Capitals: ΠΛΑΓΑ
Transliteration A: plagá Transliteration B: plaga Transliteration C: plaga Beta Code: plaga/

English (LSJ)

v. πληγή.

French (Bailly abrégé)

dor. c. πληγή.

English (Slater)

πλᾱγά (-αί, -ᾶν, -αῖς.) blow ὑπὸ στερεῷ πυρὶ πλαγαῖς τε σιδάρου (O. 10.37) ναῦν τέλεσαν ἃν πλαγαὶ σιδάρου (P. 4.246) of boxing, καματωδέων δὲ πλαγᾶν ἄκος ὑγιηρὸν ἐν βαθυπεδίῳ Νεμέᾳ τὸ καλλίνικον φέρει (N. 3.17) αἰνέω καὶ Πυθέαν ἐν γυιοδάμαις Φυλακίδᾳ πλαγᾶν δρόμον εὐθυπορῆσαι (I. 5.60)

Greek Monolingual

ἡ, Α
(δωρ. τ.) βλ. πληγή.

Greek Monotonic

πλᾱγά: Δωρ. αντί πληγή.

Russian (Dvoretsky)

πλᾱγά: ἡ дор. = πληγή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλᾱγᾱ́ -ᾱ́ς, ἡ Dor. voor πληγή.