ὑφαίρεσις: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=yfairesis
|Transliteration C=yfairesis
|Beta Code=u(fai/resis
|Beta Code=u(fai/resis
|Definition=εως, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[taking away from under]], <b class="b3">ἰγνυῶν ὑ</b>., in wrestling, Sopat. ap. Sch.T.<span class="bibl">Il.23.729</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[purloining]], [[pilfering]], <b class="b3">τοῦ γραμματείου</b> from the clerks' office, Test. ap. <span class="bibl">D.45.61</span>; ζεύγους χεροψελίων ὑ. ποιεῖσθαι <span class="bibl"><span class="title">PSI</span>10.1128.23</span> (iii A. D.), cf. Mitteis<span class="title">Chr.</span>372 ii 8, iii 5 (ii A. D.). </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> [[subtraction]], ἑνός <span class="bibl">Ph.1.574</span>; [[reduction]], τοῦ μεγέθους <span class="bibl">Diog.Oen.39</span>; οἴνου καὶ τροφῆς <span class="bibl">Sor.1.46</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> <b class="b3">ὑφαίρεσιν ποιεῖσθαι τῶν ὑποκειμένων</b> to undertake the [[moderation]] or [[mitigation]] of... <span class="bibl">Plb.15.8.13</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> in Gramm., [[omission]] of a letter, Sch. <span class="bibl">Ar. <span class="title">Av.</span>149</span>, <span class="bibl"><span class="title">EM</span>389.6</span>: opp. [[συγκοπή]] (which involves loss of a syllable), Hdn.Gr.<span class="bibl">2.247</span>.</span>
|Definition=-εως, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[taking away from under]], <b class="b3">ἰγνυῶν ὑ.</b>, in wrestling, Sopat. ap. Sch.T.Il.23.729.<br><span class="bld">2</span> [[purloining]], [[pilfering]], <b class="b3">τοῦ γραμματείου</b> from the clerks' office, Test. ap. D.45.61; ζεύγους χεροψελίων ὑ. ποιεῖσθαι ''PSI''10.1128.23 (iii A. D.), cf. Mitteis''Chr.''372 ii 8, iii 5 (ii A. D.).<br><span class="bld">3</span> [[subtraction]], ἑνός Ph.1.574; [[reduction]], τοῦ μεγέθους Diog.Oen.39; οἴνου καὶ τροφῆς Sor.1.46.<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">ὑφαίρεσιν ποιεῖσθαι τῶν ὑποκειμένων</b> to undertake the [[moderation]] or [[mitigation]] of... Plb.15.8.13.<br><span class="bld">III</span> in Gramm., [[omission]] of a letter, Sch. Ar. ''Av.''149, ''EM''389.6: opp. [[συγκοπή]] (which involves loss of a syllable), Hdn.Gr.2.247.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />[[action de retrancher]].<br />'''Étymologie:''' [[ὑφαιρέω]].
}}
{{pape
|ptext=ἡ, <i>das [[darunter]] [[Wegnehmen]], das heimliche [[Wegnehmen]], Entwenden</i>, τοῦ γραμματείου, Dem. 45.61; Plut. – Aber ὑφαίρεσίν τινος ποιεῖθαι ist = <i>[[Ermäßigung]], [[Milderung]] einer [[Sache]] [[vornehmen]]</i>, Pol. 15.8.13.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑφαίρεσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1</b> [[тайное отнятие]], [[лишение]] (τινος Dem.);<br /><b class="num">2</b> [[ослабление]], [[смягчение]] (τῶν ὑποκειμένων Polyb.);<br /><b class="num">3</b> грам. опущение буквы.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑφαίρεσις''': -εως, ἡ, τὸ ἀφαιρεῖν [[κάτωθεν]], ἰγνύων ὑφ., ἐν τῇ πάλῃ, Σώπατ. παρὰ τῷ Σχολιαστ. Ἰλ. Ψ. 729. 1) τὸ κλέπτειν, ὑποκλέπτειν, [[ὑφαίρεσις]] τοῦ γραμματείου, ἐκ τοῦ γραφείου τοῦ γραμματέως, παρὰ Δημ. 1120. 4. ΙΙ. ὑφαίρεσίν τινος ποιεῖσθαι, ἀναλαμβάνειν τὴν τροποποίησιν ἢ μετρίασιν πράγματός τινος, Πολύβ. 15. 8, 13. ΙΙΙ. παρὰ τοῖς Γραμμ., ἀποβολὴ γράμματος, «Λέπρεον καθ’ ὑφαίρεσιν τοῦ ι τὸ Λέπρειον εἶπεν» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 149· «τὰ εἰς δος λήγοντα... εὑρίσκομεν παρ’ Ἴωσι καθ’ ὑφαίρεσιν τοῦ δ λεγόμενα» Ἐτυμ. Μ. 42, 18. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ὑφαίρεσις]]· [[μείωσις]], [[στέρησις]]».
|lstext='''ὑφαίρεσις''': -εως, ἡ, τὸ ἀφαιρεῖν [[κάτωθεν]], ἰγνύων ὑφ., ἐν τῇ πάλῃ, Σώπατ. παρὰ τῷ Σχολιαστ. Ἰλ. Ψ. 729. 1) τὸ κλέπτειν, ὑποκλέπτειν, [[ὑφαίρεσις]] τοῦ γραμματείου, ἐκ τοῦ γραφείου τοῦ γραμματέως, παρὰ Δημ. 1120. 4. ΙΙ. ὑφαίρεσίν τινος ποιεῖσθαι, ἀναλαμβάνειν τὴν τροποποίησιν ἢ μετρίασιν πράγματός τινος, Πολύβ. 15. 8, 13. ΙΙΙ. παρὰ τοῖς Γραμμ., ἀποβολὴ γράμματος, «Λέπρεον καθ’ ὑφαίρεσιν τοῦ ι τὸ Λέπρειον εἶπεν» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 149· «τὰ εἰς δος λήγοντα... εὑρίσκομεν παρ’ Ἴωσι καθ’ ὑφαίρεσιν τοῦ δ λεγόμενα» Ἐτυμ. Μ. 42, 18. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ὑφαίρεσις]]· [[μείωσις]], [[στέρησις]]».
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action de retrancher.<br />'''Étymologie:''' [[ὑφαιρέω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑφαίρεσις:''' -εως, ἡ, [[λαθραία]] [[αφαίρεση]], [[υπεξαίρεση]], [[κλεψιά]], [[παρά]] Δημ.
|lsmtext='''ὑφαίρεσις:''' -εως, ἡ, [[λαθραία]] [[αφαίρεση]], [[υπεξαίρεση]], [[κλεψιά]], [[παρά]] Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑφαίρεσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[тайное отнятие]], [[лишение]] (τινος Dem.);<br /><b class="num">2)</b> [[ослабление]], [[смягчение]] (τῶν ὑποκειμένων Polyb.);<br /><b class="num">3)</b> грам. опущение буквы.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὑφαίρεσις]], εως,<br />a [[taking]] [[away]] from under, a purloining, ap. Dem. [from [[ὑφαιρέω]]
|mdlsjtxt=[[ὑφαίρεσις]], εως,<br />a [[taking]] [[away]] from under, a purloining, ap. Dem. [from [[ὑφαιρέω]]
}}
}}

Latest revision as of 10:14, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑφαίρεσις Medium diacritics: ὑφαίρεσις Low diacritics: υφαίρεσις Capitals: ΥΦΑΙΡΕΣΙΣ
Transliteration A: hyphaíresis Transliteration B: hyphairesis Transliteration C: yfairesis Beta Code: u(fai/resis

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A taking away from under, ἰγνυῶν ὑ., in wrestling, Sopat. ap. Sch.T.Il.23.729.
2 purloining, pilfering, τοῦ γραμματείου from the clerks' office, Test. ap. D.45.61; ζεύγους χεροψελίων ὑ. ποιεῖσθαι PSI10.1128.23 (iii A. D.), cf. MitteisChr.372 ii 8, iii 5 (ii A. D.).
3 subtraction, ἑνός Ph.1.574; reduction, τοῦ μεγέθους Diog.Oen.39; οἴνου καὶ τροφῆς Sor.1.46.
II ὑφαίρεσιν ποιεῖσθαι τῶν ὑποκειμένων to undertake the moderation or mitigation of... Plb.15.8.13.
III in Gramm., omission of a letter, Sch. Ar. Av.149, EM389.6: opp. συγκοπή (which involves loss of a syllable), Hdn.Gr.2.247.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de retrancher.
Étymologie: ὑφαιρέω.

German (Pape)

ἡ, das darunter Wegnehmen, das heimliche Wegnehmen, Entwenden, τοῦ γραμματείου, Dem. 45.61; Plut. – Aber ὑφαίρεσίν τινος ποιεῖθαι ist = Ermäßigung, Milderung einer Sache vornehmen, Pol. 15.8.13.

Russian (Dvoretsky)

ὑφαίρεσις: εως ἡ
1 тайное отнятие, лишение (τινος Dem.);
2 ослабление, смягчение (τῶν ὑποκειμένων Polyb.);
3 грам. опущение буквы.

Greek (Liddell-Scott)

ὑφαίρεσις: -εως, ἡ, τὸ ἀφαιρεῖν κάτωθεν, ἰγνύων ὑφ., ἐν τῇ πάλῃ, Σώπατ. παρὰ τῷ Σχολιαστ. Ἰλ. Ψ. 729. 1) τὸ κλέπτειν, ὑποκλέπτειν, ὑφαίρεσις τοῦ γραμματείου, ἐκ τοῦ γραφείου τοῦ γραμματέως, παρὰ Δημ. 1120. 4. ΙΙ. ὑφαίρεσίν τινος ποιεῖσθαι, ἀναλαμβάνειν τὴν τροποποίησιν ἢ μετρίασιν πράγματός τινος, Πολύβ. 15. 8, 13. ΙΙΙ. παρὰ τοῖς Γραμμ., ἀποβολὴ γράμματος, «Λέπρεον καθ’ ὑφαίρεσιν τοῦ ι τὸ Λέπρειον εἶπεν» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 149· «τὰ εἰς δος λήγοντα... εὑρίσκομεν παρ’ Ἴωσι καθ’ ὑφαίρεσιν τοῦ δ λεγόμενα» Ἐτυμ. Μ. 42, 18. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑφαίρεσις· μείωσις, στέρησις».

Greek Monotonic

ὑφαίρεσις: -εως, ἡ, λαθραία αφαίρεση, υπεξαίρεση, κλεψιά, παρά Δημ.

Middle Liddell

ὑφαίρεσις, εως,
a taking away from under, a purloining, ap. Dem. [from ὑφαιρέω