Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μεριστός: Difference between revisions

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=meristos
|Transliteration C=meristos
|Beta Code=meristo/s
|Beta Code=meristo/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">divided</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Prm.</span>144d</span>; τὸ κατὰ τὰ σώματα μ. <span class="bibl">Id.<span class="title">Ti.</span>35a</span>; <b class="b3">μ. ψυχαί, φύσεις</b>, <b class="b2">separate, individual</b>, <span class="bibl">Jul.<span class="title">Or.</span>4.151c</span>; <b class="b3">δημιουργία</b> ib. <span class="bibl">144a</span>, <span class="bibl"><span class="title">Or.</span>5.179b</span>, cf. <span class="bibl">Plot.1.1.8</span>; <b class="b3">ὁ μ. λόγος</b> reason <b class="b2">with its inevitable distinctions</b>, <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>41</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">divisible</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Prm.</span>131c</span>; μ. ψυχὴ ἢ ἀμερής <span class="bibl">Arist. <span class="title">de An.</span>402b1</span>; ἅπαν [συνεχὲς] εἰς ἄπειρα μ. <span class="bibl">Id.<span class="title">Ph.</span>239a22</span>, cf. Timo <span class="bibl">76</span>; <b class="b3">ὅσα μ. τοῖς κοινωνοῦσι τῆς πολιτείας</b> <b class="b2">divisible among</b> them, <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1130b32</span>; τὸ μ. <span class="bibl">Iamb. <span class="title">Comm.Math.</span>1</span>. Adv. -τῶς <span class="bibl">Id.<span class="title">Myst.</span>1.18</span>, <span class="bibl">Porph.<span class="title">Sent.</span>33</span>, <span class="bibl">Procl.<span class="title">Inst.</span>195</span>.</span>
|Definition=μεριστή, μεριστόν,<br><span class="bld">A</span> [[divided]], Pl.''Prm.''144d; τὸ κατὰ τὰ σώματα μ. Id.''Ti.''35a; <b class="b3">μ. ψυχαί, φύσεις</b>, [[separate]], [[individual]], Jul.''Or.''4.151c; [[δημιουργία]] ib. 144a, ''Or.''5.179b, cf. Plot.1.1.8; <b class="b3">ὁ μ. λόγος</b> reason [[with its inevitable distinctions]], Dam.''Pr.''41.<br><span class="bld">II</span> [[divisible]], Pl.''Prm.''131c; μ. ψυχὴ ἢ ἀμερής Arist. ''de An.''402b1; ἅπαν [συνεχὲς] εἰς ἄπειρα μ. Id.''Ph.''239a22, cf. Timo 76; <b class="b3">ὅσα μ. τοῖς κοινωνοῦσι τῆς πολιτείας</b> [[divisible among]] them, [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1130b32; τὸ μ. Iamb. ''Comm.Math.''1. Adv. [[μεριστῶς]] Id.''Myst.''1.18, Porph.''Sent.''33, Procl.''Inst.''195.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0135.png Seite 135]] getheilt, theilbar, Plat. Tim. 35 a Parm. 131 c.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0135.png Seite 135]] getheilt, theilbar, Plat. Tim. 35 a Parm. 131 c.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> [[partagé]], [[divisé]];<br /><b>2</b> qu'on peut partager, divisible.<br />'''Étymologie:''' [[μερίζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μεριστός:'''<br /><b class="num">1</b> [[разделенный]] Plat.;<br /><b class="num">2</b> [[делимый]] (μ. ἢ [[ἀμερής]] Arst., Plut.): μ. εἰς ἄπειρα Arst. делимый до бесконечности.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μεριστός''': -ή, -όν, ὁ μεμερισμένος, Πλάτ. Παρμ. 144D. ΙΙ. [[διαιρετός]], [[αὐτόθι]] 131C, Τίμ. 35Α· μ. ἡ [[ψυχή]] ἢ ἀμερὴς Ἀριστ. π. Ἀν. 1. 1, 6· μ. ὁ [[χρόνος]] εἰς ἄπειρα ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 6. 8, 4· ὅσα μερ. τοῖς κοινωνοῦσι τῆς πολιτείας, ὅσα δύνανται νὰ μερισθῶσι μεταξὺ τῶν λαμβανόντων [[μέρος]] εἰς τὴν πολιτείαν, ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Νικ. 5. 2, 12· - Ἐπίρρ. -τῶς, Ἰαμβλ. Μυστ. σ. 12.
|lstext='''μεριστός''': -ή, -όν, ὁ μεμερισμένος, Πλάτ. Παρμ. 144D. ΙΙ. [[διαιρετός]], [[αὐτόθι]] 131C, Τίμ. 35Α· μ. ἡ [[ψυχή]] ἢ ἀμερὴς Ἀριστ. π. Ἀν. 1. 1, 6· μ. ὁ [[χρόνος]] εἰς ἄπειρα ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 6. 8, 4· ὅσα μερ. τοῖς κοινωνοῦσι τῆς πολιτείας, ὅσα δύνανται νὰ μερισθῶσι μεταξὺ τῶν λαμβανόντων [[μέρος]] εἰς τὴν πολιτείαν, ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Νικ. 5. 2, 12· - Ἐπίρρ. -τῶς, Ἰαμβλ. Μυστ. σ. 12.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> partagé, divisé;<br /><b>2</b> qu’on peut partager, divisible.<br />'''Étymologie:''' [[μερίζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''μεριστός:''' -ή, -όν, διαιρεμένος, αυτός που μπορεί να διαιρεθεί, σε Πλάτ., Αριστ.
|lsmtext='''μεριστός:''' -ή, -όν, διαιρεμένος, αυτός που μπορεί να διαιρεθεί, σε Πλάτ., Αριστ.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''μεριστός:'''<br /><b class="num">1)</b> разделенный Plat.;<br /><b class="num">2)</b> делимый (μ. ἢ [[ἀμερής]] Arst., Plut.): μ. εἰς ἄπειρα Arst. делимый до бесконечности.
|mdlsjtxt=[[μεριστός]], ή, όν<br />divided, [[divisible]], Plat., Arist.
}}
}}

Latest revision as of 10:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεριστός Medium diacritics: μεριστός Low diacritics: μεριστός Capitals: ΜΕΡΙΣΤΟΣ
Transliteration A: meristós Transliteration B: meristos Transliteration C: meristos Beta Code: meristo/s

English (LSJ)

μεριστή, μεριστόν,
A divided, Pl.Prm.144d; τὸ κατὰ τὰ σώματα μ. Id.Ti.35a; μ. ψυχαί, φύσεις, separate, individual, Jul.Or.4.151c; δημιουργία ib. 144a, Or.5.179b, cf. Plot.1.1.8; ὁ μ. λόγος reason with its inevitable distinctions, Dam.Pr.41.
II divisible, Pl.Prm.131c; μ. ψυχὴ ἢ ἀμερής Arist. de An.402b1; ἅπαν [συνεχὲς] εἰς ἄπειρα μ. Id.Ph.239a22, cf. Timo 76; ὅσα μ. τοῖς κοινωνοῦσι τῆς πολιτείας divisible among them, Arist.EN1130b32; τὸ μ. Iamb. Comm.Math.1. Adv. μεριστῶς Id.Myst.1.18, Porph.Sent.33, Procl.Inst.195.

German (Pape)

[Seite 135] getheilt, theilbar, Plat. Tim. 35 a Parm. 131 c.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 partagé, divisé;
2 qu'on peut partager, divisible.
Étymologie: μερίζω.

Russian (Dvoretsky)

μεριστός:
1 разделенный Plat.;
2 делимый (μ. ἢ ἀμερής Arst., Plut.): μ. εἰς ἄπειρα Arst. делимый до бесконечности.

Greek (Liddell-Scott)

μεριστός: -ή, -όν, ὁ μεμερισμένος, Πλάτ. Παρμ. 144D. ΙΙ. διαιρετός, αὐτόθι 131C, Τίμ. 35Α· μ. ἡ ψυχή ἢ ἀμερὴς Ἀριστ. π. Ἀν. 1. 1, 6· μ. ὁ χρόνος εἰς ἄπειρα ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 6. 8, 4· ὅσα μερ. τοῖς κοινωνοῦσι τῆς πολιτείας, ὅσα δύνανται νὰ μερισθῶσι μεταξὺ τῶν λαμβανόντων μέρος εἰς τὴν πολιτείαν, ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Νικ. 5. 2, 12· - Ἐπίρρ. -τῶς, Ἰαμβλ. Μυστ. σ. 12.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑM μεριστός, -ή, -όν) μερίζω
1. αυτός που έχει διαιρεθεί, που έχει μοιραστεί
2. αυτός που μπορεί να διαιρεθεί, που υπόκειται σε διαίρεση, διαιρετός («μεριστὴ ἡ ψυχὴ ἢ ἀμερής», Αριστοτ.)
αρχ.
φρ. α) «μεριστὴ δημιουργία» — η επιμέρους δημιουργία, τα καθέκαστα της δημιουργίας
β) «μεριστός λόγος» — λόγος που έχει τις απαραίτητες διακρίσεις του.
επίρρ...
μεριστῶς (ΑM)
με διαιρετό τρόπο.

Greek Monotonic

μεριστός: -ή, -όν, διαιρεμένος, αυτός που μπορεί να διαιρεθεί, σε Πλάτ., Αριστ.

Middle Liddell

μεριστός, ή, όν
divided, divisible, Plat., Arist.