εἰδητικός: Difference between revisions
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eiditikos | |Transliteration C=eiditikos | ||
|Beta Code=ei)dhtiko/s | |Beta Code=ei)dhtiko/s | ||
|Definition= | |Definition=εἰδητική, εἰδητικόν,<br><span class="bld">A</span> [[constituting an]] εἶδος 111.2, [[ἀριθμός]], opp. [[μαθηματικός]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Metaphysics|Metaph.]]''1086a5, 1088b34 (but later <b class="b3">εἰ. ἀριθμός</b> [[capable of being represented by a geometrical pattern]], [[figurate]], Iamb. ''Comm.Math.''19); [[formal]], αἰτία Alex. Aphr.''in Metaph.''124.9, Procl.''Inst.''178; αἴτια Olymp.''in Mete.''302.28; opp. [[εἰδητός]] ([[quod vide|q.v.]]), Dam.''Pr.''81.<br><span class="bld">2</span> [[concerned with]] [[εἴδη]], [[νόησις]] ib.5; [[ἀποδείξεις]] ibid.; [[specific]], Alex.Aphr.''in Metaph.''113.6.<br><span class="bld">II</span> Adv. [[εἰδητικῶς]] Dam.''Pr.''284,321, Procl.''in Prm.''pp.625,649 S. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 10:17, 25 August 2023
English (LSJ)
εἰδητική, εἰδητικόν,
A constituting an εἶδος 111.2, ἀριθμός, opp. μαθηματικός, Arist.Metaph.1086a5, 1088b34 (but later εἰ. ἀριθμός capable of being represented by a geometrical pattern, figurate, Iamb. Comm.Math.19); formal, αἰτία Alex. Aphr.in Metaph.124.9, Procl.Inst.178; αἴτια Olymp.in Mete.302.28; opp. εἰδητός (q.v.), Dam.Pr.81.
2 concerned with εἴδη, νόησις ib.5; ἀποδείξεις ibid.; specific, Alex.Aphr.in Metaph.113.6.
II Adv. εἰδητικῶς Dam.Pr.284,321, Procl.in Prm.pp.625,649 S.
Spanish (DGE)
-ή, -ον
I 1relativo a la idea platónica, ideal τὸν αὐτὸν εἰδητικὸν καὶ μαθηματικὸν ἐποίησαν ἀριθμόν identificaron el número ideal con el matemático Arist.Metaph.1086a8, cf. 1088b34, 1090b35, τὸ δὲ καλὸν ἐραστὸν εἰδητικόν la belleza es el objeto ideal del amor Dam.in Phlb.16, τὸ ἕν Dam.Pr.25.
2 formal αἰτία Alex.Aphr.in Metaph.124.9, Procl.Inst.178, εἰδητικὴ τῶν ἀριθμῶν διαφορά Alex.Aphr.in Metaph.113.6, τὸ ὄν Dam.Pr.58, ἀριθμός Dam.Pr.89, λόγος Dam.in Phlb.62.
3 específico παραλλαγὰς ἔχουσα εἰδητικάς (ἡ ψυχή) Porph.Sent.37, νόησις Dam.Pr.5, ἀποδείξεις Dam.Pr.5, φύσις Dam.Pr.87, οὐσία Procl.in Prm.729, διαφοραί Iambl.Comm.Math.2.
4 capaz de conocer εἰ. op. εἰδητός dicho del νοῦς como forma, Dam.Pr.81, εἰδικοὶ ἢ εἰδητικοί (δαίμονες) identificados con facultades anímicas, Olymp.in Alc.18.
5 que puede ser representado por una figura geométrica ἀριθμός Iambl.Comm.Math.19.
II adv. -ῶς
1 de forma ideal, idealmente op. οὐσιωδῶς Dam.in Prm.284, cf. 321.
2 de manera específica ἑναδικῶς καὶ εἰ. Procl.in Prm.805, cf. 836.
German (Pape)
[Seite 723] = εἰδήμων, B. A. p. 1366, aus Damascius.
Greek (Liddell-Scott)
εἰδητικός: -ή, -όν, ἐπιστημονικός, Σχόλ. εἰς Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσικ. 305. 336, Brandis. - Ἐπίρρ. εἰδητικῶς Πρόκλ. εἰς Παρμεν. Πλάτ. σ. 625. 649, ἔκδ. Stallb.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α εἰδητικός, -ή, -όν)
αρχ.
1. αυτός που αποτελεί το είδος
2. ειδικός
νεοελλ.
αυτός που αναφέρεται στην αισθητοποίηση τών αναμνήσεων ώστε να προβάλλονται ως πραγματικές εικόνες.