τανθαρύζω: Difference between revisions
(40) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tantharyzo | |Transliteration C=tantharyzo | ||
|Beta Code=tanqaru/zw | |Beta Code=tanqaru/zw | ||
|Definition=or | |Definition=or [[τανθαλύζω]], [[quiver]], [[shake]], found in the following forms: [[καθαρίζειν]] ([[κανθαρίζειν]] Ammon.''Diff.''p.79 V., [[τανθαρύζειν]] cj. Valckenaer) <b class="b3">μὲν λέγουσιν οἱ Ἀττικοὶ τὸ τρέμειν, τονθορύζειν</b> (-ίζειν Ammon.) <b class="b3">δὲ τὸ ψιθυρίζειν καὶ γογγύζειν</b> Ptol.Asc.p.410 H.; [[τανθαλύζει]] (ταντ- cod.)· τρέμει, Δωριεῖς, οἱ δὲ σπαίρει, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; ἐτανθόριζον· ἔτρεμον, Id.; [[ταονθορύζειν]]· [[τρέμειν]], Phot., Suid. (cf. [[ἐκτανθαρύζω]], [[τανταλίζω]], [[παμφαλύζω]], [[τοιθορύσσω]]): hence [[τανθαρύκτρια]], cj. Valckenaer for [[τοιθορύκτρια]] ([[quod vide|q.v.]]): τανθαρυστὸς [[ὅρμος]] a [[necklace]] [[quivering]] with suspended gems, Theopomp.Com.95. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τανθᾰρύζω''': ἢ (ὡς παρ’ Ἡσυχ.) τανθαλύζω, [[τρέμω]] ἢ [[ἀσπαίρω]], [[ῥῆμα]] ἀπαντῶν μόνον παρὰ τοῖς γραμματ.· ἀλλὰ τανθαρυστὸς (ἢ -ιστὸς) [[ὅρμος]] μνημονεύεται ὑπὸ | |lstext='''τανθᾰρύζω''': ἢ (ὡς παρ’ Ἡσυχ.) τανθαλύζω, [[τρέμω]] ἢ [[ἀσπαίρω]], [[ῥῆμα]] ἀπαντῶν μόνον παρὰ τοῖς γραμματ.· ἀλλὰ τανθαρυστὸς (ἢ -ιστὸς) [[ὅρμος]] μνημονεύεται ὑπὸ Πολυδ. (Ε΄, 98) ἐκ τοῦ Θεοπόμπου τοῦ Κωμικοῦ (ἐν Ἀδήλ. 35). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ή [[τανθαλύζω]] και [[τοιθορύσσω]] Α<br />[[τρέμω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τύποι του καθημερινού λεξιλογίου τών Αρχαίων, άγνωστης ετυμολ., σχηματισμένοι με εκφραστικό αναδιπλασιασμό: [[τανθαρύζω]] <span style="color: red;"><</span> <i>θαρ</i>-<i>θαρύζω</i> (με ανομοιωτική [[τροπή]] του πρώτου -<i>ρ</i>- σε -<i>ν</i>-και του αρκτικού -<i>θ</i>- σε -<i>τ</i>-, <b>πρβλ.</b> [[τονθορύζω]]). Ο τ. [[τοιθορύσσω]] έχει σχηματιστεί από αμάρτυρο <i>θορ</i>-<i>θορύσσω</i> (<b>βλ. λ.</b> [[τονθορύζω]]) με ανομοιωτική [[τροπή]] του πρώτου -<i>ρ</i>-σε -<i>j</i>- (<b>πρβλ.</b> [[μάρτυρος]] <span style="color: red;"><</span> <i>μαίτυρος</i>). 'Εχει διατυπωθεί, [[τέλος]], η [[άποψη]] ότι τα ρ. συνδέονται με τους βαλτο-σλαβ. τ. με σημ. «[[τρέμω]]» (<b>πρβλ.</b> ρωσ. <i>drognutb</i>, λιθουαν. <i>drugys</i>)]. | |mltxt=ή [[τανθαλύζω]] και [[τοιθορύσσω]] Α<br />[[τρέμω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τύποι του καθημερινού λεξιλογίου τών Αρχαίων, άγνωστης ετυμολ., σχηματισμένοι με εκφραστικό αναδιπλασιασμό: [[τανθαρύζω]] <span style="color: red;"><</span> <i>θαρ</i>-<i>θαρύζω</i> (με ανομοιωτική [[τροπή]] του πρώτου -<i>ρ</i>- σε -<i>ν</i>-και του αρκτικού -<i>θ</i>- σε -<i>τ</i>-, <b>πρβλ.</b> [[τονθορύζω]]). Ο τ. [[τοιθορύσσω]] έχει σχηματιστεί από αμάρτυρο <i>θορ</i>-<i>θορύσσω</i> (<b>βλ. λ.</b> [[τονθορύζω]]) με ανομοιωτική [[τροπή]] του πρώτου -<i>ρ</i>-σε -<i>j</i>- (<b>πρβλ.</b> [[μάρτυρος]] <span style="color: red;"><</span> <i>μαίτυρος</i>). 'Εχει διατυπωθεί, [[τέλος]], η [[άποψη]] ότι τα ρ. συνδέονται με τους βαλτο-σλαβ. τ. με σημ. «[[τρέμω]]» (<b>πρβλ.</b> ρωσ. <i>drognutb</i>, λιθουαν. <i>drugys</i>)]. | ||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''τανθαρύζω''': {tantharúzō}<br />'''Forms''': nur in ἐκτανθαρύ<ζ>ω· [[τρέμω]] H.; Auch τανθαλύζει (cod. ταντ- alphab. unrichtig)· τρέμει. Δωριεῖς. οἱ δὲ σπαίρει H.; von τανταλίζει (s. [[Τάνταλος]]) beeinflußt. Mit ο-Vokal τοιθορύσσειν· σείειν, [[τοιθορύκτρια]]· ἡ τοὺς σεισμοὺς ποιοῦσα H. Auch ἐτανθόριζον (leg. ἐτανθάρυζον?)· ἔτρεμον H. Weitere Einzelheiten bei Debrunner IF 21, 266.<br />'''Grammar''': v.<br />'''Meaning''': [[zittern]]<br />'''Derivative''': dazu τανθαρυστοί pl. "die Zitternden", Beiw. von ὅρμοι [[Halsbänder]] (Theopomp. Kom. 95).<br />'''Etymology''': Volkstümliche Wörter mit Intensivreduplikation; wie zu erwarten, ohne klare Genealogie. Eine mögliche Anknüpfung bieten einige balt.-slav. Wörter für [[zittern]], z.B. russ. ''drógnutь'' [[erzittern]], [[erbeben]], ''dróžь'' f. [[Zittern]], [[Schauer]], lit. ''drugỹs'' m. ‘(kaltes) Fieber, Schmetterling’ (Fick BB 3, 163), s. Vasmer s. ''dróžь'' m. reicher Lit.; auch WP. 1, 873f., Pok.275.<br />'''Page''' 2,852 | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:17, 25 August 2023
English (LSJ)
or τανθαλύζω, quiver, shake, found in the following forms: καθαρίζειν (κανθαρίζειν Ammon.Diff.p.79 V., τανθαρύζειν cj. Valckenaer) μὲν λέγουσιν οἱ Ἀττικοὶ τὸ τρέμειν, τονθορύζειν (-ίζειν Ammon.) δὲ τὸ ψιθυρίζειν καὶ γογγύζειν Ptol.Asc.p.410 H.; τανθαλύζει (ταντ- cod.)· τρέμει, Δωριεῖς, οἱ δὲ σπαίρει, Hsch.; ἐτανθόριζον· ἔτρεμον, Id.; ταονθορύζειν· τρέμειν, Phot., Suid. (cf. ἐκτανθαρύζω, τανταλίζω, παμφαλύζω, τοιθορύσσω): hence τανθαρύκτρια, cj. Valckenaer for τοιθορύκτρια (q.v.): τανθαρυστὸς ὅρμος a necklace quivering with suspended gems, Theopomp.Com.95.
German (Pape)
[Seite 1067] zittern, erzittern, erbeben, VLL., welche auch die Formen τανθαλύζω u. κανθαρίζω haben. Vgl. τανταλίζω u. τονθορύζω.
Greek (Liddell-Scott)
τανθᾰρύζω: ἢ (ὡς παρ’ Ἡσυχ.) τανθαλύζω, τρέμω ἢ ἀσπαίρω, ῥῆμα ἀπαντῶν μόνον παρὰ τοῖς γραμματ.· ἀλλὰ τανθαρυστὸς (ἢ -ιστὸς) ὅρμος μνημονεύεται ὑπὸ Πολυδ. (Ε΄, 98) ἐκ τοῦ Θεοπόμπου τοῦ Κωμικοῦ (ἐν Ἀδήλ. 35).
Greek Monolingual
ή τανθαλύζω και τοιθορύσσω Α
τρέμω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τύποι του καθημερινού λεξιλογίου τών Αρχαίων, άγνωστης ετυμολ., σχηματισμένοι με εκφραστικό αναδιπλασιασμό: τανθαρύζω < θαρ-θαρύζω (με ανομοιωτική τροπή του πρώτου -ρ- σε -ν-και του αρκτικού -θ- σε -τ-, πρβλ. τονθορύζω). Ο τ. τοιθορύσσω έχει σχηματιστεί από αμάρτυρο θορ-θορύσσω (βλ. λ. τονθορύζω) με ανομοιωτική τροπή του πρώτου -ρ-σε -j- (πρβλ. μάρτυρος < μαίτυρος). 'Εχει διατυπωθεί, τέλος, η άποψη ότι τα ρ. συνδέονται με τους βαλτο-σλαβ. τ. με σημ. «τρέμω» (πρβλ. ρωσ. drognutb, λιθουαν. drugys)].
Frisk Etymology German
τανθαρύζω: {tantharúzō}
Forms: nur in ἐκτανθαρύ<ζ>ω· τρέμω H.; Auch τανθαλύζει (cod. ταντ- alphab. unrichtig)· τρέμει. Δωριεῖς. οἱ δὲ σπαίρει H.; von τανταλίζει (s. Τάνταλος) beeinflußt. Mit ο-Vokal τοιθορύσσειν· σείειν, τοιθορύκτρια· ἡ τοὺς σεισμοὺς ποιοῦσα H. Auch ἐτανθόριζον (leg. ἐτανθάρυζον?)· ἔτρεμον H. Weitere Einzelheiten bei Debrunner IF 21, 266.
Grammar: v.
Meaning: zittern
Derivative: dazu τανθαρυστοί pl. "die Zitternden", Beiw. von ὅρμοι Halsbänder (Theopomp. Kom. 95).
Etymology: Volkstümliche Wörter mit Intensivreduplikation; wie zu erwarten, ohne klare Genealogie. Eine mögliche Anknüpfung bieten einige balt.-slav. Wörter für zittern, z.B. russ. drógnutь erzittern, erbeben, dróžь f. Zittern, Schauer, lit. drugỹs m. ‘(kaltes) Fieber, Schmetterling’ (Fick BB 3, 163), s. Vasmer s. dróžь m. reicher Lit.; auch WP. 1, 873f., Pok.275.
Page 2,852