κωνοειδής: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=konoeidis | |Transliteration C=konoeidis | ||
|Beta Code=kwnoeidh/s | |Beta Code=kwnoeidh/s | ||
|Definition= | |Definition=κωνοειδές,<br><span class="bld">A</span> [[conical]], σχῆμα Archim.''Con.Sph.Praef.'', al., Ph.''Bel.'' 86.51; of the creative fire, Cleanth.Stoic.1.111; of the [[apex]] of the Roman [[flamen]], D.H.2.70; σκιά Cleom.2.2, etc.; σκίασμα D.C.60.26; <b class="b3">τὸ κ.</b> [[conoid]], Archim.''Con.Sph.Praef.'', etc. Adv. [[κωνοειδῶς]] ''[[Placita Philosophorum|Placit.]]''4.15.3, Cleom.2.2, Phlp.in de An.140.34.<br><span class="bld">II</span> metaph., [[concise]], [[pointed]], ἑρμηνεία συνεστραμμένη καὶ οἷον εἰπεῖν κ. Corn.''Rh.''p.387 H.<br><span class="bld">III</span> neut. -ειδές, τό, = [[κωνάριον]] II, Gal.2.723 (but <b class="b3">κ. μόριον</b> odontoid process of the second vertebra, 2.461). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:17, 25 August 2023
English (LSJ)
κωνοειδές,
A conical, σχῆμα Archim.Con.Sph.Praef., al., Ph.Bel. 86.51; of the creative fire, Cleanth.Stoic.1.111; of the apex of the Roman flamen, D.H.2.70; σκιά Cleom.2.2, etc.; σκίασμα D.C.60.26; τὸ κ. conoid, Archim.Con.Sph.Praef., etc. Adv. κωνοειδῶς Placit.4.15.3, Cleom.2.2, Phlp.in de An.140.34.
II metaph., concise, pointed, ἑρμηνεία συνεστραμμένη καὶ οἷον εἰπεῖν κ. Corn.Rh.p.387 H.
III neut. -ειδές, τό, = κωνάριον II, Gal.2.723 (but κ. μόριον odontoid process of the second vertebra, 2.461).
German (Pape)
[Seite 1546] ές, kegelförmig; Plut. de plac. phil. 2, 14; D. L. 7, 144; D. Cass. 60, 26 u. a. Sp. – Adv., Plut. de plac. phil. 4, 15.
Russian (Dvoretsky)
κωνοειδής: имеющий коническую форму, конический (πῦρ Plut.; σκιά Diog. L.).
Greek (Liddell-Scott)
κωνοειδής: -ές, κωνικός, σκίασμα Δίων Κ. 60. 26· σκιὰ Διογ. Λ. 7. 144· τὸ κ., ὅμοιον κώνῳ, Ἀρχιμήδ. ― Ἐπίρρ. -δῶς, Πλούτ. 2. 901Ε, Διογ. Λ. 7. 157.
Greek Monolingual
-ές (Α κωνοειδής, -ές)
αυτός που έχει σχήμα κώνου, κωνικός («τῆς γῆς σκίασμα κωνοειδές», Διόδ.)
αρχ.
1. σύντομος, περιεκτικός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κωνοειδές
το κωναριο(ν), η επίφυση του εγκεφάλου.
επίρρ...
κωνοειδῶς (Α)
με σχήμα κώνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῶνος + -ειδής].