ἀρτηριακός: Difference between revisions
αἴθ' ἔγω, χρυσοστέφαν' Ἀφρόδιτα, τόνδε τὸν πάλον λαχοίην (Sappho, fr. 33 L-P) → Oh gold-crowned Aphrodite, if only this winning lot could fall to me
(Bailly1_1) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(19 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=artiriakos | |Transliteration C=artiriakos | ||
|Beta Code=a)rthriako/s | |Beta Code=a)rthriako/s | ||
|Definition= | |Definition=ἀρτηριακή, ἀρτηριακόν, of or for the [[trachea]] or [[bronchi]], esp. ἀρτηριακή (''[[sc.]] '' [[ἀντίδοτος]]), ἡ, [[medicament for their treatment]], Plin.''HN''20.207, 23.136, Gal.13.1; [[δυνάμεις]] Androm.ib.14; φάρμακα Aët.8.54; <b class="b3">-κὸν ἴσχαιμον</b> styptic for [[arterial]] haemorrhage, Id.3.19; <b class="b3">ἀ. πάθος, τὰ ἀ.</b>, affections [[of these organs]], Paul.Aeg.3.28; ἡ [[ἀρτηριακή]] a medicine, Aët.8.54 sq.; ἡ ἀ. κοιλία τῆς καρδίας [[left ventricle]], Placit.4.5.7; <b class="b3">ἀ. φωνή</b>, of the human voice, opp. <b class="b3">ἡ τῶν ὀργάνων</b>, Nicom.''Harm.''2. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> lat. fem. arteriace</i> Plin.<i>HN</i> 20.207, 23.136<br />medic.<br /><b class="num">I</b> [[arterial]] ἀρτηριακὴ κοιλία τῆς καρδίας el ventrículo arterial del corazón, e.d. el ventrículo izquierdo</i> <i>Placit</i>.4.5.7, ἴσχαιμον ἀρτηριακόν tratamiento para contener la hemorragia arterial</i> Aët.3.19 (cód.).<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[traqueal]] φωνή de la voz humana op. al sonido de instrumentos, Nicom.<i>Harm</i>.2.<br /><b class="num">2</b> [[que afecta a la tráquea y vías respiratorias]] δυνάμεις propiedades curativas de las afecciones respiratorias</i> Androm. en Gal.13.14, φάρμακα Aët.8.55, πάθος Paul.Aeg.3.28.1, διαθέσεις <i>Gp</i>.12.17.13.<br /><b class="num">3</b> subst. ἡ ἀρτηριακή [[medicamento para las afecciones de la tráquea y vías respiratorias]] περὶ ... κατάρρου καὶ ἀρτηριακῶν καὶ βηχός Paul.Aeg.3.28 tít. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0361.png Seite 361]] zur Luftröhre, zu den Adern gehörig, Medic. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0361.png Seite 361]] zur Luftröhre, zu den Adern gehörig, Medic. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />[[artériel]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀρτηρία]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀρτηριᾰκός:''' [[кровеносный]] ([[κοιλία]] τῆς καρδίας Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀρτηριακός''': -ή, -όν, ὁ τῆς ἀρτηρίας, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν τραχεῖαν ἢ τοὺς βρόγχους, Γαλην. 13. 1· ἀρτ. [[πάθος]], τὰ ἀρτ., τὰ νοσήματα τῶν εἰρημένων ὀργάνων, Παῦλ. Αἰγ. 3. 28· ἡ ἀρτηριακή, [[φάρμακον]] πρὸς ἴασιν τῶν ἀρτηριακῶν νοσημάτων, Ἀέτ. σ. 165B, κἑξ.· ἡ ἀρτ. [[κοιλία]] τῆς καρδίας Διογ. Ἀπολλ. παρὰ Πλουτ. 2. 899A. | |lstext='''ἀρτηριακός''': -ή, -όν, ὁ τῆς ἀρτηρίας, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν τραχεῖαν ἢ τοὺς βρόγχους, Γαλην. 13. 1· ἀρτ. [[πάθος]], τὰ ἀρτ., τὰ νοσήματα τῶν εἰρημένων ὀργάνων, Παῦλ. Αἰγ. 3. 28· ἡ ἀρτηριακή, [[φάρμακον]] πρὸς ἴασιν τῶν ἀρτηριακῶν νοσημάτων, Ἀέτ. σ. 165B, κἑξ.· ἡ ἀρτ. [[κοιλία]] τῆς καρδίας Διογ. Ἀπολλ. παρὰ Πλουτ. 2. 899A. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=-ή, -ό (AM [[αρτηριακός]], -ή, -όν) [[αρτηρία]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις αρτηρίες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] ο [[οποίος]] ανήκει ή αναφέρεται στην [[τραχεία]] και στους βρόγχους<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η αρτηριακή</i><br />φάρμακα για τη [[θεραπεία]] αρτηριακών ανωμαλιών. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:21, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀρτηριακή, ἀρτηριακόν, of or for the trachea or bronchi, esp. ἀρτηριακή (sc. ἀντίδοτος), ἡ, medicament for their treatment, Plin.HN20.207, 23.136, Gal.13.1; δυνάμεις Androm.ib.14; φάρμακα Aët.8.54; -κὸν ἴσχαιμον styptic for arterial haemorrhage, Id.3.19; ἀ. πάθος, τὰ ἀ., affections of these organs, Paul.Aeg.3.28; ἡ ἀρτηριακή a medicine, Aët.8.54 sq.; ἡ ἀ. κοιλία τῆς καρδίας left ventricle, Placit.4.5.7; ἀ. φωνή, of the human voice, opp. ἡ τῶν ὀργάνων, Nicom.Harm.2.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
• Alolema(s): lat. fem. arteriace Plin.HN 20.207, 23.136
medic.
I arterial ἀρτηριακὴ κοιλία τῆς καρδίας el ventrículo arterial del corazón, e.d. el ventrículo izquierdo Placit.4.5.7, ἴσχαιμον ἀρτηριακόν tratamiento para contener la hemorragia arterial Aët.3.19 (cód.).
II 1traqueal φωνή de la voz humana op. al sonido de instrumentos, Nicom.Harm.2.
2 que afecta a la tráquea y vías respiratorias δυνάμεις propiedades curativas de las afecciones respiratorias Androm. en Gal.13.14, φάρμακα Aët.8.55, πάθος Paul.Aeg.3.28.1, διαθέσεις Gp.12.17.13.
3 subst. ἡ ἀρτηριακή medicamento para las afecciones de la tráquea y vías respiratorias περὶ ... κατάρρου καὶ ἀρτηριακῶν καὶ βηχός Paul.Aeg.3.28 tít.
German (Pape)
[Seite 361] zur Luftröhre, zu den Adern gehörig, Medic.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
artériel.
Étymologie: ἀρτηρία.
Russian (Dvoretsky)
ἀρτηριᾰκός: кровеносный (κοιλία τῆς καρδίας Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀρτηριακός: -ή, -όν, ὁ τῆς ἀρτηρίας, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν τραχεῖαν ἢ τοὺς βρόγχους, Γαλην. 13. 1· ἀρτ. πάθος, τὰ ἀρτ., τὰ νοσήματα τῶν εἰρημένων ὀργάνων, Παῦλ. Αἰγ. 3. 28· ἡ ἀρτηριακή, φάρμακον πρὸς ἴασιν τῶν ἀρτηριακῶν νοσημάτων, Ἀέτ. σ. 165B, κἑξ.· ἡ ἀρτ. κοιλία τῆς καρδίας Διογ. Ἀπολλ. παρὰ Πλουτ. 2. 899A.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM αρτηριακός, -ή, -όν) αρτηρία
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις αρτηρίες
αρχ.
1. εκείνος ο οποίος ανήκει ή αναφέρεται στην τραχεία και στους βρόγχους
2. το θηλ. ως ουσ. η αρτηριακή
φάρμακα για τη θεραπεία αρτηριακών ανωμαλιών.